Ο κατά κόσμον Στυλιανός (Γερμανός) Καραβαγγέλης γεννήθηκε το 1863 στη Στύψη της Λέσβου και τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Αδραμύττιο.
Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1822-1888), από όπου αποφοίτησε αριστούχος. Συνέχισε τις σπουδές του για τρία χρόνια στα Πανεπιστήμια της Βόννης και της Λειψίας. Το 1891 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χαριουπόλεως και τοποθετήθηκε Αρχιερατικός προϊστάμενος στην Κοινότητα του Περάν, όπου ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα για τον περιορισμό της προπαγάνδας των ετεροδόξων στα σχολεία.
Αργότερα μετατέθηκε στη Μητρόπολη Καστοριάς (1900-1908) με απόφαση του Πατριάρχη και την παρεμβολή του ‘Έλληνα Πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Νικ. Μαυροκορδάτου, όπου προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα και αναδείχθηκε εθνικός ήρωας. Ανέλαβε προσωπικά την οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης κατά των Βουλγάρων και περιόδευε διαρκώς τις πόλεις και τα χωριά εμψυχώνοντας τον λαό. Στην Καστοριά η κατάσταση ήταν απελπιστική. Η τρομοκρατία και οι δολοφονίες στην ύπαιθρο είχαν ενταθεί. Ιερείς και. δάσκαλοι εγκατέλειπαν τις θέσεις τους από φόβο για την τύχη που τους περίμενε. Μια από τις πρώτες ενέργειες του Καραβαγγέλη ήταν να πάει στο Μοναστήρι (αρχές του 1901) να συναντήσει. τον Έλληνα Πρόξενο Κ. Πεζά και μαζί του να συζητήσει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη δυτική Μακεδονία. Στις προτάσεις του όμως και στην αναφορά που έστειλε στην κυβέρνηση για την αποστολή ενόπλων από την Ελλάδα δεν έλαβε καμία απάντηση. Στράφηκε τότε στις δυνάμεις του τόπου και προσπάθησε να στρατολογήσει και να οργανώσει ομάδες από ντόπιους αρχηγούς.
Συνεργάσθηκε “για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία” με τον καπετάν Κώττα από την Ρούλια, τον καπετάν Βαγγέλη από το Στρέμπενο, με τον οπλαρχηγό Παύλο Κύρου από το Ζέλοβο, τον παπά-Σταύρο Τσάμη από το Πισοδέρι, με τον Δημήτρη Νταλίπη από το Γαβρέσι, τον Σίμο Στογιάννη Γκράτσο από το Αρμένσκο, τον καπετάν Γιώργη Σιδέρη από την Περιοχή της Νεγκοβάνης και με άλλους έλληνες από την Κλεισούρα, το Λέχοβο, το Βογατσικό και άλλα μέρη.
Διατηρούσε μυστική συνεργασία με ηγετικά στελέχη και της Ελεύθερης Ελλάδας για την υλική και ηθική υποστήριξη του αγώνα. Οι δραστηριότητές του όμως αυτές προκάλεσαν την αντίδραση των Βουλγάρων και της τουρκικής κυβέρνησης, με παρέμβαση των οποίων ανακλήθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Φεβρουάριο του 1908 ο Γερμανός Καραβαγγέλης εξελέγη Μητροπολίτης Ακασείας Πόντου, όπου ήλθε σε ανοιχτή σύγκρουση με το Κίνημα των Νεότουρκων εξαιτίας των διωγμών του Χριστιανικού πληθυσμού. Τον Οκτώβριο του 1917 συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Μετά την αποφυλάκισή του συνέχισε την εθνική και χριστιανική δράση του με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός τη Κεμαλικής κυβέρνησης στην περιοχή, γι’ αυτό και καταδικάστηκε σε θάνατο. Διέφυγε όμως στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί κατέβηκε στην Ελλάδα, όπου το 1923 προβλήθηκε ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, χωρίς όμως να εκλεγεί. Προηγουμένως είχε εκλεγεί Μητροπολίτης Ιωαννίνων (1922 -1924).
Το 1924 αποκαταστάθηκε στη Μητρόπολη Ακασείας και διορίστηκε έξαρχος της νεοσύστατης Μητρόπολης Κεντρώας Ευρώπης, με έδρα τη Βιέννη. Πέθανε στη Βιέννη στις 10 Φεβρουαρίου 1935. Τα οστά του ανακομίστηκαν στην Καστοριά και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη του εκεί ανδριάντα του.
Εκτός από την ποιμαντική, εθνική και διοικητική δραστηριότητά του, ο Γερμανός προσέφερε τις υπηρεσίες του και στον τομέα των Διορθοδόξων Διαχριστιανικών Σχέσεων.
Εξίσου σημαντική υπήρξε η προσφορά του Γερμανού Καραβαγγέλη και στον τομέα της Θεολογικής επιστήμης. Ως καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ανέλαβε, με εντολή του Πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ, τη σύνταξη σχεδίου εγκυκλίου- απάντησης προς ενωτική εγκύκλιο του πάπα Λέοντος ΙΓ’ (1895). Παράλληλα δημοσίευσε ο ίδιος επιστημονική αντιρρητική πραγματεία για το ίδιο θέμα με τίτλο: Πραγματεία Ιστορική επί της κατά Ιούνιον του Παρελθόντος έτους Απολυθείσης Εγκυκλίου του πάπα Λέοντος ΙΓ.
Γράφει ο Αντ/γος ε.α, Νικόλαος Φωτιάδης – Επίτιμος Υδκτης Δ’ΣΣ