Η Ελληνική Ιστορία έχει να επιδείξει, από το παρελθόν μέχρι τους νεώτερους χρόνους, καταξιωμένες μορφές που αγωνίσθηκαν για την Πατρίδα. Ένα τέτοιο λαμπρό πρότυπο για το Ελληνικό Έθνος και ιδιαίτερα για την Κρήτη ήταν ο Γεώργιος Κατεχάκης ή Καπετάν Ρούβας. Ολόκληρη η ζωή του ήταν μια συνεχής εκπλήρωση του καθήκοντος προς την Πατρίδα με κίνδυνο και αυτοθυσία.
Γεννήθηκε το 1881 στο χωριό Πόμπια Ηρακλείου, γιος του καπετάν Αποστόλη Κατεχάκη, που διακρίθηκε στις πολλαπλές εξεγέρσεις της Κρήτης εναντίον του Τούρκου κατακτητή, και εγγονός του οπλαρχηγού του 1821 Χατζή-Μιχάλη Κατεχάκη. Το 1902 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων και πρωτοστάτησε με τον αείμνηστο Ίωνα Δραγούμη και τον Παύλο Μελά για τη διατήρηση του Ελληνικού φρονήματος στη Μακεδονία και την προστασία των καταπιεζομένων αδελφών μας.
Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά (Μίκη Ζέζα) στις 13 Οκτωβρίου του 1904 στο χωριό Στάτιστα (σήμερα Μελάς), το Μακεδονικό Κομιτάτο όρισε ως Γενικό Αρχηγό του αγώνα στο Βιλαέτι Μοναστηρίου τον Ανθυπολοχαγό Κατεχάκη, ο οποίος έσπευσε από την ελεύθερη Ελλάδα την 1η Νοεμβρίου επικεφαλής σώματος 25 ανδρών. Το σώμα του Κατεχάκη περιλάμβανε ικανούς και έμπειρους αγωνιστές, όπως τον Παύλο Γύπαρη από την Ασή Γωνιά Χανίων, τους αρματολούς από τα Κορέστια Δημήτριο Νταλίπη και Σίμο Στογιάννη, καθώς και το Σερραίο Δούκα Γαϊτατζή.
Όταν το πρωΐ της 1ης Νοεμβρίου 1904 αντίκρισε από την κορυφή του τελευταίου βουνού τη σκλαβωμένη Μακεδονική γη, ο νεαρός Μακεδονομάχος έγραψε στο πολεμικό του ημερολόγιο: «Οπόσον σφίγγεται η καρδιά του Έλληνος, βλέποντος οποίας θέσεις την σήμερον οι Τούρκοι κατέχουσι και τίνας η επάρατος του 1897 συμφορά μας εκληροδότησε…».
Το σώμα του Κατεχάκη, κινούμενο προς βορρά από Παλαιοχώρι – Δρυόβουνο Βοΐου προς Κωσταράζι Καστοριάς, βάδιζε νύχτα μέσα σε δύσβατα φαράγγια και απρόσιτες χιονοσκεπείς βουνοκορφές αναγκασμένο να βυθίζεται μέχρι το στήθος στο χιόνι. Εξαντλημένοι, κατάκοποι και παγωμένοι φρόντιζαν να ξημερωθούν μέσα σε δάσος όπου κρύβονταν πολλές φορές νηστικοί όλη την ημέρα για να μη γίνουν αντιληπτοί από τον εχθρό (Τούρκους και Βούλγαρους Κομιτατζήδες). Στο ημερολόγιό του σημειώνει ο Κατεχάκης: «Διήλθομεν δι’ ανωφερειών αποτομοτάτων, βαδίζοντες ατραπούς δυσβάτους, πίπτοντες και εγειρόμενοι συνεχώς, χωρίς όμως ουδείς εκ των ανδρών να εκστομίσει ουδεμίαν μεμψιμοιρίαν…».
Μετά το Κωσταράζι Καστοριάς, στις 7 Νοεμβρίου, ο Κατεχάκης πέρασε από την Βλάστη και από εκεί στο Λέχοβο, όπου άρχισε να προετοιμάζεται για να επιτεθεί με τους άνδρες του στον Αετό. Ειδοποιήθηκε όμως ότι στο Ζέλενιτς (Σκλήθρο) θα γινόταν γάμος, όπου θα παρευρίσκονταν πολλοί κομιτατζήδες και ο βοεβόδας Κόλε από το Βαρυκό. Αποφάσισε τότε την προσβολή των κομιτατζήδων στις 12 Νοεμβρίου, με τη βοήθεια του Λαμπρινού Βρανά που φρουρούσε τη Δροσοπηγή και του Ιωάννη Πούλακα που είχε την έδρα του στο Βλάμπουρο.
Η τιμωρία των Βουλγάρων κομιτατζήδων, που καταδυνάστευαν τους Έλληνες Μακεδόνες και είχαν κάψει τη Μονή του Αετού, σκοτώνοντας όλους τους Μοναχούς, ήταν σκληρή. Οι απώλειες των ενόπλων κομιτατζήδων ήταν 16 νεκροί, ο βοεβόδας Κόλε όμως κατόρθωσε να διαφύγει και σε αντίποινα στις 28 Νοεμβρίου επιτέθηκε σε ένα χωριό της Κοζάνης σκοτώνοντας 8 άντρες, 4 γυναίκες και ένα μικρό παιδί.
Η προσβολή του Ζέλενιτς (Σκλήθρου) ήταν η πρώτη επιτυχία του Κατεχάκη. Στο ημερολόγιό του περιγράφει την ψυχική του κατάσταση, αφήνοντας να φανεί η ευγένεια και η ευαισθησία του ψυχικού του κόσμου αλλά και ο έρωτας προς την Πατρίδα: «Πάντες οι άνδρες κοιμώνται μακαρίως εισέτι, ούτω δ’ εγώ μόνος ευρισκόμενος αναλογίζομαι τα της παρελθούσης νυκτός… Πόσον πρέπει να πιέσει τις την συνείδησίν του, όπως εν τοιαύτα μέτρα προβεί χάριν ενός ιερού σκοπού!»
Ο Γεώργιος Κατεχάκης πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, αποστρατεύτηκε το 1923 και πέθανε το 1939 Αντιστράτηγος, έχοντας προηγουμένως δωρήσει μεγάλο μέρος της πατρικής του περιουσίας για την ίδρυση διδασκαλείου.
Αντγος ε.α.
Νικόλαος Φωτιάδης
Επίτιμος Υδκτης Δ’ ΣΣ