Γράφει ο Αντγος ε.α. Νικόλαος Φωτιάδης, Επίτιμος Υδκτης Δ’ ΣΣ
Μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στους Βουλγάρους το 1885 και ύστερα από τη δημιουργία κομιτάτων στη Βουλγαρία και την εισβολή συμμοριών στα βορειοανατολικά της Μακεδονίας, άρχισε η αντίδραση των Ορθοδόξων Ελλήνων, οι οποίοι παρέμειναν Πατριαρχικοί παρά την πίεση της Εξαρχίας.
Δύο άντρες σλαβόφωνοι (δεν γνώριζαν καθόλου Ελληνικά) έδειξαν τον ορθό πατριωτικό δρόμο δράσης. Ο καπετάν Κώττας, μικρόσωμος και φαλακρός με ψυχική και σωματική ρώμη γίγαντα, και ο καπετάν Βαγγέλης, ψηλός και επιβλητικός, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της ελληνικής λεβεντιάς.
Ο καπετάν Βαγγέλης γεννήθηκε το 1876 στο Στρέμπενο (Ασπρώγεια) της Φλώρινας. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν σλαβόφωνοι και οι περισσότεροι προέρχονταν από την Ήπειρο, τα άγραφα και το Βόλο. Η οικογένεια του Βαγγέλη ήταν από την Τσαμουριά της Ηπείρου.
Από τη Φλώρινα, όπου δούλευε, πήγε εθελοντής στον πόλεμο του 1897, όπου τραυματίστηκε στη μάχη του Βελεστίνου. Όταν γύρισε στη Φλώρινα, θεωρήθηκε ύποπτος από την Τουρκική Αστυνομία και τον εξόρισαν στο χωριό του για την ενέργειά του ως Τούρκου υπηκόου να πολεμήσει το 1897.
Οι συμπατριώτες του, γνωρίζοντας τον πατριωτισμό του και το μίσος του εναντίον των Τούρκων και των Βουλγάρων κομιτατζήδων, τον διόρισαν αρχηγό (υπεύθυνο) πολλών χωριών. Ρίχτηκε στον αγώνα “για τη λευτεριά και την αυτονομία, για τον σταυρό και τον Χριστό” όπως έλεγε. Οι κομιτατζήδες ήξεραν ότι άντρες σαν το Βαγγέλη ήταν πολύτιμοι για το Κομιτάτο και την προπαγάνδα του και τον επισκέφθηκαν για να τον μεταπείσουν και να τον διορίσουν αρχηγό των Κορεστίων.
Δεν δέχτηκε και αποφάσισαν να ξεμπερδέψουν μαζί του αν δε δεχόταν να γίνει πειθήνιο όργανό τους. Επιτέθηκαν στο σπίτι του, όπου ο Βαγγέλης πολεμούσε από μέσα με μόνους βοηθούς τον Χρήστο Παναγιωτίδη και την αδελφή του Σοφία. Διέφυγε και εξοπλίζοντας λίγους συγχωριανούς του και μερικούς από το γειτονικό Λέχοβο με τη βοήθεια του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη κήρυξε ιερό πόλεμο κατά των Κομιτατζήδων.
Ο Ίων Δραγούμης που υπηρετούσε τότε στο Προξενείο Μοναστηρίου θαύμαζε τον πατριωτισμό του και την αγωνιστικότητα του.
Τον Ιούνιο του 1903 ο Βαγγέλης πήρε την πρώτη και μοναδική ενίσχυση από το Ελληνικό Κράτος. Ήταν οι Ευθύμιος Καούδης, Γεώργιος Δικώνυμος, Μακρής, Λαμπρινός, Σκουντρής, Βρανάς, Περάκης, Μπονάτος, Ζουρίδης, Σεϊμένης, όλοι Κρητικοί από τα Σφακιά. Τους έστειλε ο Παύλος Μελάς και τους σύστησε ο Σφακιανός Τσόντος Βάρδας.
Ήταν οι πρώτοι Κρητικοί που άνοιγαν το δρόμο προς τη Μακεδονία, ένα δρόμο ποτισμένο με τόσο αίμα Ελληνικό. Έτρεξαν οι Κρητικοί στον πατριωτικό αυτό πόλεμο, απλοϊκοί άνθρωποι του βουνού, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν γνώριζαν ούτε κάν που βρίσκεται η Μακεδονία, είχαν όμως πόθο την απελευθέρωση των αδελφών Μακεδόνων, πολλοί από τους οποίους πολέμησαν στην Κρήτη το 1826, το 1844 και το 1866.
Τα παλικάρια αυτά της Κρήτης όταν έφθασαν στο Στρέμπενο, ενώ από τους παππούδες τους γνώριζαν μόνο έναν εχθρό, τους Τούρκους, διαπίστωσαν ότι ο κυριότερος αντίπαλος ήταν οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες. Οι άνθρωποι (Μακεδόνες) μιλούσαν άγνωστα γλωσσικά ιδιώματα (Βουλγαρομακεδονικά – Βλάχικα – Αρβανίτικα) και όμως πολεμούσαν για την Ελλάδα.
Στην αρχή δεν τους ήταν εύκολο να καταλάβουν τις επιδιώξεις των Βουλγάρων κομιτατζήδων, επειδή αυτοί εμφανίζονταν σαν πρόμαχοι της ελευθερίας και πρωτοπόροι της αντιτουρκικής σταυροφορίας. Μια μέρα ο Σφακιανός Σεϊμένης εξαφανίστηκε. Πήγε να πολεμήσει στο πλευρό των κομιτατζήδων εναντίον των Τούρκων και αυτοί τον κομμάτιασαν… Ο Καπετάν Βαγγέλης, σαν άξιος αρχηγός, τους ενημέρωσε και ρίχτηκαν στο διμέτωπο αγώνα εναντίον των Τούρκων και των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Προστάτεψε τα χωριά Ασπρώγεια, Λέχοβο, Κλεισούρα και Νέβεσκα, που είχαν πέσει για λίγες μέρες στα χέρια των “αγωνιστών” του Ήλιντεν.
Στα απομνημονεύματά του ο Λάκης Πίρλας αναφέρει ότι την άνοιξη του 1904 ο Καπετάν Βαγγέλης συναντήθηκε με την αποστολή των Ελλήνων Αξιωματικών που την αποτελούσαν οι Κοντούλης, Παπούλας και Κολοκοτρώνης.
Όπου εμφανιζόταν ο Καπετάν Βαγγέλης στο Αμύνταιο, στη Φλώρινα, στην Καστοριά, στο Μοναστήρι, έφερνε θάρρος και ελπίδα στο Ελληνικό στοιχείο.
Στον γυρισμό από το Μοναστήρι, στις 5 Μαΐου του 1904, όπου είχε πάει για να φροντίσει την αποφυλάκιση δύο φίλων του, ανάμεσα στο Αμύνταιο και τα Ασπρώγεια, κομιτατζήδες κρυμμένοι στα στάχυα, τον πυροβόλησαν και τον έριξαν νεκρό από τ’ άλογό του.
Τον θάνατο του Καπετάν Βαγγέλη αναφέρει και η Κυανή Βίβλος του 1904. Ονομάζει τον Βαγγέλη “notorious” (σπουδαία, σημαντική προσωπικότητα).
Ο Παύλος Μελάς σε γράμμα του στις 16 Σεπτεμβρίου από το Στρέμπενο γράφει: “‘Ηλθε να με επισκεφθεί και η χήρα του Βαγγέλη, ωραιοτάτη νέα με το κοριτσάκι της, μόλις δύο ετών. Είναι απαρηγόρητη διότι χθές βράδυ έμαθεν ότι οι κομιτατζήδες εφόνευσαν και τον αδελφόν της, διδάσκαλον εις την Μηλόβιστα του Μοναστηρίου. Ήλθεν και η καημένη η αδελφή του Καπετάν Βαγγέλη. Με συγκλόνισε πολύ η συγκίνησή της όταν μας είδε. Είδα τον τάφο του μακαρίτη Βαγγέλη. Είναι χωρίς σταυρό. Θα παραγγείλω μαρμάρινο στο Μοναστήρι…”
Αργότερα χάθηκε από Τουρκικό βόλι στην Σιάτιστα (13 Οκτωβρίου 1904) ο Παύλος και ο Καπετάν Κώττας κρεμάστηκε από τους Τούρκους στο “Ατ Παζάρ” (27 Σεπτεμβρίου 1905), παλικάρια λαμπρά και εραστές του Μακεδονικού Ελληνισμού, όμως η Μακεδονία σώθηκε από τις ορδές των Βουλγάρων κομιτατζήδων και αποτίναξε το 1912 τον Τουρκικό ζυγό.
Αυτός σύντομα ήταν ο σλαβόφωνος ΕΛΛΗΝΑΣ Καπετάν Βαγγέλης, στο χωριό του οποίου ευτυχώς σήμερα υπάρχει ο μαρμάρινος ανδριάντας του.
Αιωνία σου η μνήμη Μακεδονομάχε καπετάν Βαγγέλη.