Γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η παραγωγή και η διανομή των εμβολίων κατά του νέου κορονοϊού αποτελεί ήδη πεδίο σφοδρού ανταγωνισμού ανάμεσα στις ισχυρές χώρες του πλανήτη και τις διάφορες εταιρίες που φιλοδοξούν να πάρουν εγκρίσεις για τα εμβόλιά τους.
Σε σχετικό του άρθρο το γερμανικό Spiegel αναλύει τα εμπόδια που έχουν προκύψει αλλά τα οποία, όπως λένε ειδικοί, όποια κράτη καταφέρουν πρώτα να τα περάσουν ίσως «αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή από αυτή που μπορούσαν να αποκτήσουν στον 20ο αιώνα με όρους ιδεολογίας».
Το άρθρο που έχει τίτλο «η χωρίς προηγούμενο πρόκληση της διανομής εμβολίου για τον κορονοϊό» υπογράφεται από πέντε δημοσιογράφους και όπως προκύπτει από το περιεχόμενό του αποτελεί προϊόν μεγάλης έρευνας σε παράγοντες και δεδομένα ανά τον κόσμο.
Ξεκινά με τον ανταγωνισμό που αναμένεται να κορυφωθεί στη Βραζιλία ανάμεσα στο υποψήφιο κινεζικό εμβόλιο Coronavac που ήδη δοκιμάζεται στη χώρα και το βρετανο-σουηδικό της AstraZeneca. Στο πρώτο ποντάρει πολλά ο κεντροαριστερός κυβερνήτης του Σάο Πάολο και πιθανός διεκδικητής της προεδρίας της χώρας στις επόμενες εκλογές Ζοάο Ντόρια ενώ το δεύτερο φαίνεται να υποστηρίζει ο νυν ακροδεξιός πρόεδρος Μπολσονάρου.
Με αφορμή αυτό το παράδειγμα οι συντάκτες γράφουν ότι οι χώρες που θα πάρουν πρώτες το εμβόλιο θα είναι οι πρώτες που θα λήξουν τα lockdown, θα ανοίξουν σχολεία και εστιατόρια και θα επανεκκινήσουν τις οικονομίες τους. Εκείνες που θα ελέγξουν την πρόσβαση στα καλύτερα εμβόλια θα κερδίσουν ισχύ.
«Η πανδημία προσφέρει μια ευκαιρία σε κάποιες χώρες να εδραιωθούν ως παραγωγοί δημοσίων αγαθών και ως τέτοιες να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή από αυτή που μπορούσαν να αποκτήσουν στον 20ο αιώνα με όρους ιδεολογίας», λέει ο Ντιμίτρι Τρένιν, επικεφαλής του ρωσικού think tank Carnegie Moscow Center.
Από μελέτη του Κέντρου «Duke Global Health Innovation» προκύπτει ότι δώδεκα κράτη έχουν ήδη εξασφαλίσει 6 δισεκατομμύρια δόσεις δυνητικών εμβολίων χωρίς καν να ξέρουν αν αυτά θα εγκριθούν από τις κατά τόπους κανονιστικές αρχές. Συγκεκριμένα η ΕΕ και οι ΗΠΑ έχουν εξασφαλίσει από ένα δισεκατομμύριο και η Κίνα 610 εκατ. μέχρι το τέλος Δεκέμβρη. Σε εξασφαλισμένες δόσεις ανά κάτοικο πρώτη χώρα είναι ο Καναδάς, με 9,5 δόσεις!
Κι ενώ οι «μεγάλοι» ανταγωνίζονται, κάποιες χώρες θα έχουν σοβαρή δυσκολία να έχουν έστω και πρόσβαση στα εμβόλια. Η Καρλίν Κλέιζερ, συντονίστρια επειγόντων περιστατικών στους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα» λέει χαρακτηριστικά: «Δεν έχω ξαναδεί τόσο βρώμικη, μαφιόζικου τύπου νοοτροπία σαν κι αυτή που έχω συναντήσει τους τελευταίους μήνες για την πρόσβαση σε μάσκες», για να συμπληρώσουν οι συντάκτες του άρθρου του Spiegel ότι η οργάνωση των προμηθειών, τα logistics αγγλιστί, για μάσκες είναι σαφώς πιο απλή υπόθεση από την αντίστοιχη για τα εμβόλια.
Την ώρα που οι ανακοινώσεις των τελευταίων εβδομάδων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των διαφόρων υποψηφίων εμβολίων έχουν φέρει στον κόσμο μια κάποια ελπίδα για το τέλος της πανδημίας, η οργάνωση διανομής και εκτέλεσης των εμβολίων μπορεί να αποδειχθεί πολύ δύσκολη υπόθεση, ειδικά για φτωχές χώρες ή απομακρυσμένες περιοχές.
Πρώτο στη σειρά των προκλήσεων που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι η ανάγκη για χώρους μεταφοράς και αποθήκευσης με πολύ χαμηλή θερμοκρασία (-70°C) των εμβολίων που στηρίζονται στην αξιοποίηση του mRNA, όπως αυτό των Pfizer και BioNTech που άνοιξε τον «χορό» των ανακοινώσεων αποτελεσματικότητας πριν μερικές ημέρες.
Στο άρθρο αναφέρεται ότι και το Lonza Group, μια φαρμακευτική εταιρία στην Ελβετία που φιλοδοξεί να παράγει 400 εκατομμύρια δόσεις του mRNA εμβολίου της Moderna μέσα στο 2021, εκτιμά πως και αυτό το εμβόλιο απαιτεί εξίσου χαμηλές θερμοκρασίες κι άρα η προμήθειά του καθίσταται πολύ δύσκολη για πολλές χώρες που δεν έχουν και δε θα μπορέσουν να αποκτήσουν κατάλληλες υποδομές.
Επίσης, σημειώνεται ακόμα, ότι, και για εμβόλια η συντήρηση των οποίων δεν απαιτεί υπερβολικά χαμηλές θερμοκρασίες, όπως αυτό της AstraZeneca, υπάρχει ανάγκη για μεταφορά σε κλειστές αλυσίδες διανομής με μόνιμη ψύξη.
Μια άλλη πρόκληση φαίνεται να είναι τα φιαλίδια μέσα στα οποία θα φυλάσσονται οι δόσεις των εμβολίων. Δεδομένου ότι το επόμενο διάστημα αναμένεται να παρασκευαστούν και διανεμηθούν δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων, οι ανάγκες για φιαλίδια φτιαγμένα από ειδικό ιατρικό γυαλί που δε θα σπάει εύκολα θα εκτιναχθούν.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η αποφυγή των ληστειών κατά τις μεταφορές. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Spiegel, οι εταιρίες εξετάζουν την τοποθέτηση ανιχνευτών GPS στα φορτία ή ακόμα και τη διενέργεια «άδειων» δρομολογίων προκειμένου οι επίδοξοι πειρατές και ληστές να μην μπορούν να γνωρίζουν ποια δρομολόγια θα μεταφέρουν όντως δόσεις εμβολίων και ποια όχι.
Οι ίδιες οι μεταφορές μπορούν να αποδειχθούν δύσκολο εγχείρημα. Η γερμανική DHL έχει υπολογίσει ότι θα χρειαστούν περί τις 15.000 πτήσεις για τη διανομή εμβολίων σε όλο τον κόσμο. Και φυσικά ζήτημα αποτελεί και το προσωπικό. Για την οργάνωση και την εκτέλεση προγραμμάτων εμβολιασμού, απαιτείται πολυάριθμο εξειδικευμένο προσωπικό, διατεθιμένο να συμμετέχει σε δύσκολες και ενίοτε επικίνδυνες αποστολές.
Θα προχωρήσει η διεθνής συνεργασία;
Με όλες αυτές τις προκλήσεις μπροστά τους, κάποιος καλόπιστος πολίτης ίσως περίμενε από τις χώρες να συνεργάζονται αρμονικά για το καλό της ανθρωπότητας.
Αυτό γίνεται σε κάποιο μόνο βαθμό. «Δεν υπάρχει χώρα ή εταιρία που να μη λειτουργεί με εθνικιστικά κριτήρια στη διαχείριση του εμβολίου», λέει ο Στεφάν Έξο-Κρέισερ του οργανισμού One ο οποίος αναλύει τις συμφωνίες που γίνονται μεταξύ φαρμακευτικών εταιριών και των χωρών του G-20.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι δεδομένων των περιορισμών που υπάρχουν στη δυνατότητα παραγωγής εμβολίων, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να περιμένουν μέχρι και το 2024 για να δουν τον πληθυσμό τους να εμβολιάζεται.
Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο σενάριο, ο ΠΟΥ, η Συμμαχία Gavi για την Ανοσία και η Σύμπραξη για τις Καινοτομίες Επιδημικής Προετοιμασίας (Coalition for Epidemic Preparedness Innovations (CEPI)) έχουν δημιουργήσει την πρωτοβουλία Covax. Η ιδέα είναι κρατικές και ιδιωτικές δωρεές να συγκεντρώνονται σε ένα λογαριασμό ο οποίος χάρη στην αυξημένη επιρροή του στην αγορά να μπορεί να διαπραγματεύεται με καλύτερους όρους με τους παραγωγούς εμβολίων. Τα εμβόλια που θα εξασφαλίζονται με αυτόν τον τρόπο θα διανέμονται σε κάθε συμμετέχον κράτος με τρόπο ώστε να μπορεί να εμβολιάσει 20% του πληθυσμού του.
Μέχρι στιγμής οι περισσότερες χώρες του κόσμου, ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, έχουν δηλώσει συμμετοχή, όχι όμως οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.
Παρά τη σημαντική αυτή διεθνή πρωτοβουλία, οι ειδικοί εκτιμούν ότι όταν παραχθούν οι απαραίτητες ποσότητες, θα τρέχουν παράλληλα πολλά προγράμματα εμβολιασμού. Κι αυτό γιατί «η εκτέλεση ενός προγράμματος εμβολιασμού στον αστικό ιστό είναι εντελώς διαφορετικό εγχείρημα από την εκτέλεση ενός προγράμματος σε ένα χωριό ή μια εμπόλεμη περιοχή», όπως εξηγεί στο Spiegel ο Μπέντζαμιν Σρέιμπερ, υπεύθυνος εκτέλεσης προγραμμάτων εμβολιασμού στη Unicef, που έχει αναλάβει το έργο για λογαριασμό της Covax.
Παρά το ελπιδοφόρο μήνυμα για συνεργασία των κρατών που φέρει η Covax, ήδη φαίνεται ότι δέχεται κριτική. Καχύποπτοι αναλυτές στέκονται στο γεγονός ότι ακόμα δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα, ούτε συγκεκριμένο επιχειρησιακό πλάνο. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει ενώ κανένα εμβόλιο δεν έχει πάρει έγκριση από καμία κανονιστική αρχή, είναι μια μάλλον πειστική απάντηση.