Μια διαφορετική Ανάσταση στο Κρωμνικό, με μόνη πηγή φωτός, το Ανέσπερο Φως

Ελ. Πολυχρονιάδου: «Μπορεί να αναπτυχθεί τουριστικά η περιοχή

Τα μαγευτικά χωριά που εγκαταλείφθηκαν, αναζητούν αξιοποίηση»

Μια διαφορετική, «Παπαδιαμάντεια» Ανάσταση με μόνη πηγή φωτός το «Ανέσπερο Φως», να φωτίζει τον όμορφο Ιερό Ναό (αφού δεν υπάρχει ούτε ηλεκτροδότηση ούτε υδροδότηση), πραγματοποιήθηκε – μετά από δυο χρόνια παύσης λόγω κορωνοϊου – στο ακατοίκητο χωριό «Κρωμνικό».

Το ερημωμένο, καθόλη την διάρκεια του έτους όμορφο χωριό, «ζωντανεύει» μόνον δυο ημέρες τον χρόνο. Η πρώτη για την διαφορετική, Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία και η δεύτερη κατά την Εορτή του Αγίου Παντελεήμονος, στον ομώνυμο Ιερό Ναό.

Για το Κρωμνικό, Ίμερα αλλά και τα Λιβερά, την άγρια φύση και τις δυνατότητες που μπορούν να προσφέρουν σε φυσιολάτρες και ορειβάτες αυτά τα γραφικά και πανέμορφα χωριά του Δήμου Τοπείρου, εάν αξιοποιηθούν και φροντιστούν, μίλησε – με αφορμή την Ανάσταση – η συνταξιούχος δικηγόρος της Ξάνθης και ενεργή πολίτης κα Ελένη Πολυχρονιάδου. Πρώην Πρόεδρος του Δημοτ. Συμβουλίου Τοπείρου και μέλος του Συλλόγου Κρωμνικού.

«ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΕΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΡΩΜΝΙΚΟ – ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ – ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ»

Πιο αναλυτικά η κα Πολυχρονιάδου, αναφορικά με την Ανάσταση στο Κρωμνικό, εξήγησε στην «Θ» ότι «την Ανάσταση στο Κρωμνικό, την ξεκινήσαμε εμείς, οι καταγόμενοι από το Κρωμνικό και μέσα από τον Πολιτιστικό Σύλλογό μας. Κάνουμε την Ανάσταση περίπου 20 χρόνια. το Κρωμνικό είναι ένα ακατοίκητο χωριό, το οποίο εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους του κατοίκους μέχρι το ’70. Αναστηλώσαμε την Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα το ’92 και από τότε ανοίγουμε την Εκκλησία δυο φορές τον χρόνο. Δηλαδή την ημέρα του Αγίου Παντελεήμονος, που είναι το πανηγύρι (στα τέλη Ιουλίου) και κατά την Ανάσταση που κάνουμε εδώ και περίπου μια εικοσαετία. Στην αρχή κάναμε μόνον την Ανάσταση και κατεβαίναμε μετά για να πάμε ο καθένας στην Ενορία του για να παρακολουθήσει και την Θεία Λειτουργία. Η εν λόγω δραστηριότητα δεν είναι και η πιο εύκολη γιατί είναι ένα χωριό που δεν κατοικείται, δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα και νερό και ευτυχώς από το 2007-2008 ασφαλτοστρώθηκε όλο το κομμάτι του ορεινού δρόμου (από Γαλάνη μέχρι τα Κομνηνά). Επιπλέον έπρεπε να βρούμε έναν ιερέα ο οποίος θα ήταν διαθέσιμος αλλά και ψάλτη. Και επειδή η Ανάσταση γιορτάζεται και σε μικρά χωριουδάκια που δεν έχουν πολλούς κατοίκους. Σε κάθε περίπτωση είχαμε βρει έναν Ιερέα, τον πατήρ Φάνη ο οποίος κάθε χρόνο έρχονταν μαζί μας, ταλαιπωρούμασταν βέβαια λίγο με τους ψάλτες, κάναμε αγώνα, καθαρίζαμε την Εκκλησία, τα ετοιμάζαμε όλα και έτσι συνεχίζουμε να πηγαίνουμε για να κάνουμε Ανάσταση στο Κρωμνικό. Είναι μια ξεχωριστή Ανάσταση. Δεν έχει καμία σχέση με την κοσμική Ανάσταση που γίνεται στις ενορίες των κατοικημένων περιοχών. Είναι μια Ανάσταση μέσα στην φύση. Για τον καθένα που θα ανέβει εκεί, θα απολαύσει την ομορφιά, θα περπατήσει, θα εισπνεύσει τον καθαρό αέρα και τα αρώματα και θα δει και τα άγρια άλογα, θα είναι μια μεγάλη ανταμοιβή αυτό που θα δει. Υπάρχουν αγέλες άγριων αλόγων οι οποίες κινούνται ανάμεσα σε Κομνηνά – Λιβερά – Κρωμνικό και σε όλη αυτήν την περιοχή. Η Εκκλησία φωτίζεται κυριολεκτικά από το Άγιο Φως στα καντήλια, στις λαμπάδες, στα κεριά. Προσωπικά χαρακτηρίζω ως «Παπαδιαμάντεια» την αμτόσφαιρα. Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα γίνεται εκεί η Ανάσταση και σε όσους έτυχε να έρθουν τους άρεσε πάρα πολύ, γιατί ήταν μια ξεχωριστή Ανάσταση και ευκαιρίας δοθείσης ήρθαν ξανά. Εμείς πηγαίνουμε κάθε χρόνο και λίγο – πολύ γνωρίζουμε το κλίμα και την ατμόσφαιρα. Αυτοί που έρχονται για πρώτη φορά, ξανάρχονται γιατί τους μένει μια πάρα πολύ γλυκιά ανάμνηση…»

«ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΤΟΙΚΕΙ ΜΟΝΙΜΑ ΣΤΑ ΛΙΒΕΡΑ – ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΣΤΗΝ ΙΜΕΡΑ»

Αναφορικά με το ίδιο το χωριό «Κρωμνικό», αλλά και τα άλλα δυο προαναφερόμενα χωριά «Λιβερά» και «Ίμερα»  τόνισε ότι «το Κρωμνικό έχει πηγάδια και βρύση στην αλάνα του χωριού, αλλά δεν έχει κεντρική εγκατάσταση και δεν υπάρχει ρεύμα. Τα άλλα χωριά, τα Λιβερά και η Ίμερα, έχουν ρεύμα. Και στα τρία αυτά χωριά, δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, εκτός από τα Λιβερά όπου υπάρχει μια οικογένεια που κατοικεί μόνιμα εκεί, από όσο ξέρω αλλά και 3-4 οικογένειες που έχουν ανακαινίσει τα σπίτια τους και πηγαίνουν για να μείνουν (ως εξοχικό). Επίσης στην Ίμερα έχουν κτιστεί 1-2 σπίτια και αυτοί που πηγαινοέρχονται, είναι κτηνοτρόφοι. Έχουν τα ζώα τους εκεί αλλά και αυτών οι οικογένειες ζουν είτε στους Τοξότες, είτε στα Κομνηνά. Δηλαδή σε κατοικημένες περιοχές».

«ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΕΞΑΡΤΩΝΤΑΙ – ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΠΤΥΧΘΕΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ Η ΠΕΡΙΟΧΗ, ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ ΤΗΣ»

Μπορούν να αξιοποιηθούν και να αποκτήσουν ξανά «ζωή» αυτά τα χωριά; Μπορούν να αποτελέσουν τουριστικό «πόλο έλξης» επισκεπτών; Στις παραπάνω ερωτήσεις η κ. Πολυχρονιάδου απαντά:

«Βεβαίως! Όλα από τους ανθρώπους εξαρτώνται. Αρκεί να υπάρχουν κίνητρα. Σε αυτές τις περιοχές, επειδή είναι πολύ όμορφες αλλά λίγο απομακρυσμένες και όχι περιοχές στις οποίες θα πάνε να μείνουν νέοι άνθρωποι, θα μείνουν μόνον κτηνοτρόφοι. Δεν υπάρχουν ούτε χωράφια για να τα καλλιεργήσουν. Το πιο μεγάλο χωράφι, είναι 1 στρέμμα. Και αυτά τα χωράφια, τα καλλιεργούσαν οι παππούδες μας και οι γονείς μας με καπνά. Θα μπορούσαν όμως οι κτηνοτρόφοι να κάνουν κτηνοτροφία εκεί, με τα κίνητρα βέβαια που πρέπει να δώσει και η πολιτεία. Όχι μόνον λόγια, αλλά…πράξεις! Το δεύτερο κομμάτι, που προσωπικά θεωρώ πιο ρεαλιστικό είναι να αναπτυχθεί τουριστικά η περιοχή. Αυτό μπορεί να γίνει. Γιατί κατά αρχήν έχει γίνει αυτός ο δρόμος  – αυτό πραγματικά είναι ένα αναπτυξιακό έργο – που ενώνει ορεινά χωριά μεταξύ τους, με μεγάλα κεφαλοχώρια όπως οι Τοξότες και η Σταυρούπολη. Και αν υπήρχε αυτός ο δρόμος, δεν θα έφευγαν οι άνθρωποι από τα χωριά αυτά, γιατί όσο ζούσαν εκεί θα απαιτούσαν και διαφορετική μεταχείριση από την πολιτεία. Να έχουν και νερό με κεντρική παροχή, να έχουν και ρεύμα και θα ήταν πιο εύκολο να έμεναν εκεί όσοι ήθελαν. Επομένως, τουριστικά μπορεί να αναπτυχθεί η περιοχή λόγω του φυσικού κάλλους της. Επίσης, επειδή αυτά τα χωριά είναι παλιά – και πριν εγκατασταθούν οι δικοί μας, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τον Πόντο – θα μπορούσαν οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται και να επισκέπτονται την φύση και να κάνουν περιπάτους και να επισκέπτονται την περιοχή με αυτοκίνητα όσοι θέλουν, μέχρι να φτάσουν επάνω στα χωριά. Υπάρχουν πολύ ωραία, λιθόκτιστα μονοπάτια. Το χωριό μας είχε καλντερίμια. Οι γειτονιές και τα σπίτια συνδέονταν με πετρόκτιστα μονοπάτια, κατασκευασμένα με πάρα πολύ καλή τεχνική και με πολύ μεράκι… Όσοι το επιθυμούν μπορούν να κάνουν την βόλτα τους. Υπάρχει εκκλησία, υπάρχουν υπόστεγα σε περίπτωση βροχής, μπορούν να κάνουν το πικ νικ τους και για αυτούς που θέλουν να περπατούν, υπάρχουν τα λιθόχτιστα μονοπάτια που ενώνουν τα χωριά με τον Νέστο Ποταμό…»

«ΠΟΛΛΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΟΡΑΜΑ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ»

Αξίζει να σημειωθεί ότι η κ. Πολυχρονιάδου, αναφέρθηκε και στην σημερινή κατάσταση στο χωριό, όπου όλα τα λιθόχτιστα σπίτια έχουν γκρεμιστεί, αλλά και στα κτίρια – όπως ο Ιερός Ναός και οι βοηθητικοί του χώροι – που αναστηλώθηκαν και διατηρούνται από τον σύλλογο, ενώ έκανε και μια αναφορά σε όλους τους παλιούς κατοίκους των χωριών, εξηγώντας λεπτομερώς πως ήταν η καθημερινότητά τους και πως έφταναν στις στάσεις του ΟΣΕ, προκειμένου από εκεί να μετακινηθούν προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις. Η ίδια σημείωσε ότι «υπάρχουν ακόμη οι στάσεις και αυτά τα μονοπάτια. Αν αυτά βελτιωθούν, καθαριστούν, συντηρηθούν και προβληθούν, πάρα πολύς κόσμος και νέοι που ασχολούνται μπορούν να κάνουν πολύ ωραίες διαδρομές. Να υπάρχει λίγο μια φροντίδα για να προσελκύει και αυτούς που θέλουν να έρχονται και να μπορεί να έρθει κάθε οικογένεια και όχι μόνον οι ορειβάτες, να απολαύσει την φύση. Μπορούν να γίνουν και άλλα πολλά πράγματα εκεί, αλλά χρειάζεται να υπάρχει όραμα, οργάνωση, δουλειά και βούληση».