Ο Διδασκαλικός Σύλλογος Ξάνθης για τα «δίγλωσσα νηπιαγωγεία» σε Ροδόπη και Ξάνθη: «Γλωσσικός θάνατος» για την εξυπηρέτηση ύποπτων σχεδίων!

 

Το Υπουργείο Παιδείας παραβλέποντας επιδεκτικά τις αποφάσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας των Συλλόγων, των  νομών Ξάνθης και Ροδόπης καθώς και το  ψήφισμα της  86ης  Γενικής Συνέλευσης της ΔΟΕ,  προχώρησε  μετά και από εισήγηση του περιφερειακού  Διευθυντή  Α/θμιας και Β/θμιας Εκπ/σης Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης στον ορισμό των νηπιαγωγείων  (ΦΕΚ-14- 12-2017-Αρ. Φύλλου 4386) τα οποία θα συμμετέχουν στην υλοποίηση της πράξης «Πιλοτικές Παρεμβατικές Δράσεις Υποστήριξης Μουσουλμανοπαίδων στα Νηπιαγωγεία της Θράκης».

Προκαλεί βέβαια εύλογα ερωτηματικά –προσφιλή τακτική – ο χρόνος κατά τον οποίο επιχειρήθηκε και πάλι από τη μεριά του Υπουργείου Παιδείας  να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης ορισμού των νηπιαγωγείων, προσδοκώντας ενδεχομένως  ότι μια απόφαση σε «νεκρό χρόνο» θα περιορίσει  τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών.

Η δράση  του προγράμματος έχει σκοπό την ισορροπημένη γλωσσική ανάπτυξη και την επιδίωξη τα νήπια να κατακτήσουν σταδιακά την «προσθετική διγλωσσία» (γνωστική επάρκεια στην άνετη χρήση δύο γλωσσών προφορικά και γραπτά), σε εκπαιδευτικό περιβάλλον όπου η μητρική γλώσσα χρησιμοποιείται ως γλώσσα στήριξης για την εκμάθηση της ελληνικής.

Η εμμονή της κυβέρνησης  των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ  για την υλοποίηση του πιλοτικού  προγράμματος,  όπως ορίζεται παραπάνω,  διά της εισαγωγής της παράλληλης διδασκαλίας, καθορίζει ρητά το σκοπό του προγράμματος και ποια θα είναι η γλώσσα που θα χρησιμοποιείται καθώς η μόνη γραπτή γλώσσα που διδάσκεται στο Μειονοτικό Δημοτικό Σχολείο ως μητρική  είναι μόνο η τουρκική, είναι αποτέλεσμα της έντονης πίεσης των «αυτόκλητων προστατών»  της μειονότητας  για την εισαγωγή ενός τύπου νηπιαγωγείου που θα αποτελέσει μετέπειτα τον προθάλαμο  δίγλωσσων νηπιαγωγείων στην περιοχή της Θράκης, αλλά και την  υλοποίηση κατατεθειμένου αιτήματος από τη μεριά της μειονότητας για την  ίδρυση Μειονοτικών Γυμνασίων και Λυκείων σε συγκεκριμένες περιοχές. Ορατή,  επίσης, είναι και η  ανάγκη μικροπολιτικών επιδιώξεων  ταυτόχρονα με την   ανάγκη  κοινωνικής και πολιτικής επιβίωσης κάποιων,  οι οποίοι αδιαφορώντας  για το ρόλο του νηπιαγωγείου ως  χώρο προνομιακό για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας από παιδιά που δεν έχουν την ελληνική ως μητρική, δε διστάζουν να παρεμβαίνουν συστηματικά, επιδιώκοντας την πολιτική χειραγώγηση της μειονότητας και τη μετεξέλιξή της από «θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα» κατά τη συνθήκη της Λοζάνης, σε «εθνική τουρκική μειονότητα».

Τα παιδαγωγικά επιχειρήματα, προκάλυμμα της απόφασης και υλοποίησης του προγράμματος,  που όπως διατείνονται είναι καθαρά πιλοτικό, δεν πείθουν κανέναν, αφού η συγκεκριμένη απόφαση στο χώρο της προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης σε αμιγώς μειονοτικούς οικισμούς  δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Από το 2014 ομάδα 16 βουλευτών με επίκαιρη επερώτηση στη Βουλή για εκπαιδευτικά θέματα ζητούσαν την ίδρυση δίγλωσσων νηπιαγωγείων στη Θράκη. Επίσης σε τοποθέτηση μειονοτικού βουλευτή προεξοφλείται ως μητρική γλώσσα όλων των πληθυσμιακών ομάδων της μειονότητας η τουρκική γλώσσα, αφού ζητείται η στελέχωση σε κάθε νηπιαγωγείο με εκπαιδευτικό που να γνωρίζει την τουρκική γλώσσα  για να επικοινωνεί καλύτερα με τα παιδιά, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζει την ομαλή συνέχεια στα δημοτικά σχολεία που είναι δίγλωσσα. Αποτελεί επίσης πολιτική απόφαση και δέσμευση της σημερινής κυβέρνησης, όπου στο πρόγραμμα για την παιδεία και για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης  αναφέρεται: «Η καθιέρωση της διγλωσσίας στα νηπιαγωγεία είναι επιβεβλημένη για την ομαλή ένταξη των παιδιών στη σχολική ζωή».

Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται ότι όλες οι αλλαγές που χρειάζονται, θα τελούν υπό τον εξαντλητικό διάλογο με την ίδια τη μειονότητα και τους φορείς της.

Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι παρά την πρόταση των δύο  Συλλόγων για έγκαιρη ενημέρωση σχετικά με το πιλοτικό πρόγραμμα, αυτή πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα, για τεχνικούς και μόνο λόγους, όπου έγινε  ενημέρωση μόνο για τον τρόπο υλοποίησής του και προκειμένου να πεισθούν οι εκπαιδευτικοί αναφέρθηκαν παραδείγματα αντίστοιχων προγραμμάτων που εφαρμόστηκαν   σε  άλλες χώρες. Τα συγκεκριμένα όμως προγράμματα μόνο ως ατυχή μπορούν να χαρακτηριστούν, αφού δεν έχουν καμία σχέση και με τις ιδιαίτερες συνθήκες στον ευαίσθητο χώρο της Θράκης, αλλά και με το πρόγραμμα που επιχειρείται να υλοποιηθεί καθώς πρόκειται για  μεταβατικά προγράμματα μεταναστών, προσφύγων και αυτοχθόνων λαών, πρώιμης  εμβάπτισης, ενδιάμεσης και όψιμης εμβάπτισης, με διαφορετικό σκοπό και περιεχόμενο.  Επομένως ο σκοπός του προγράμματος για την ενίσχυση της ελληνομάθειας και την κοινωνική ένταξη των μαθητών εντάσσεται σε  ένα επικοινωνιακό τέχνασμα  μιας επικοινωνιακής προσπάθειας και παραπληροφόρησης περιτυλιγμένη με εύηχες λέξεις προκειμένου να διασφαλιστεί η συναίνεση των  νηπιαγωγών  και να καμφθούν οι όποιες αντιδράσεις.

Η πολιτεία οφείλει να αποφασίσει και να απαντήσει στο πλαίσιο ενός ειλικρινούς διαλόγου, λαμβάνοντας πάντα  υπόψη όλες τις εκπαιδευτικές, κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους, τον τρόπο με τον οποίο θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τις άλλες γλώσσες. Αν αντιμετωπιστούν ως κοινωνικό πρόβλημα  θα πρέπει να  ξεπεραστούν και να αντικατασταθούν με την κυρίαρχη γλώσσα του κράτους. Αν τις αντιμετωπίσουμε ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα τότε πρέπει να γίνουν σεβαστές και οι ομιλητές τους να αφεθούν ελεύθεροι να τις χρησιμοποιούν και να τις μαθαίνουν. Αν όμως οι γλώσσες αυτές αποτελούν πηγή πλούτου μιας κοινωνίας τότε θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη διατήρησής τους.  Δεν υπάρχει όμως τέτοια πρόβλεψη στη νομοθεσία, αφού η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας  διδάσκεται αποκλειστικά ως μητρική γλώσσα, σε παιδιά άλλων πληθυσμιακών ομάδων με μητρική γλώσσα διαφορετική της τουρκικής, παραβλέποντας  έτσι την  ανομοιογενή σύνθεση της μουσουλμανικής μειονότητας.

Είχαμε επισημάνει ευθύς εξ αρχής ότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το ρόλο που διαδραματίζει η προσχολική αγωγή στην εκπαίδευση των παιδιών και η οποία δίκαια θεωρείται το θεμέλιο της εκπαίδευσης καθώς  στη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του το παιδί μαθαίνει και αναπτύσσεται σε όλους τους τομείς: φυσικό, κοινωνικό, συναισθηματικό, αισθητικό και νοητικό.   Η προσχολική αγωγή και εκπαίδευση  στο χώρο της μουσουλμανικής μειονότητας καλείται να εκπληρώσει έναν ευρύτερης σημασίας αντισταθμιστικό ρόλο, εξισορροπώντας το έλλειμμα των γλωσσικών ερεθισμάτων και ακουσμάτων στην ελληνική, προετοιμάζοντας τους μαθητές για τη μετέπειτα σχολική τους σταδιοδρομία με ισοδύναμες προϋποθέσεις στις εκπαιδευτικές αφετηρίες. Οι αλλόγλωσσοι μαθητές  που ζουν μόνιμα στην Ελλάδα  είναι υποχρεωμένοι να μάθουν την ελληνική γλώσσα την κουλτούρα, την ιστορία και τον πολιτισμό, γιατί είναι η γλώσσα με την οποία θα συνδιαλέγονται. Οι γνώσεις αυτές θα τους βοηθήσουν να ενταχθούν ομαλά στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και να σταδιοδρομήσουν με επιτυχία. Έχουν δικαίωμα, όμως να διατηρήσουν και τη δική τους μητρική γλώσσα, τις παραδόσεις, την κουλτούρα, την ιστορία και τον πολιτισμό τους,  γιατί έτσι θα γνωρίζουν πάντα τις ρίζες τους. Γλώσσα και πολιτισμός είναι δύο έννοιες, οι οποίες συνυπάρχουν ως έμφυτα στοιχεία σε κάθε κοινωνία και δεν μπορεί κανείς να τα αγνοήσει.

Και εδώ οι νηπιαγωγοί σεβόμενοι τη διαφορετικότητα, την κουλτούρα και την ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση των μαθητών τους με στοχευόμενες δράσεις υλοποιούν το έργο τους αποτελεσματικά αποδίδοντας αξία στη γλώσσα τους  και τους πολιτισμούς προέλευσης  των μαθητών τους,  μεταδίδοντας έτσι στους  γηγενείς μαθητές ένα έντονο μήνυμα σεβασμού προς τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους, γεγονός που αποδεικνύεται κατά γενική παραδοχή και από την καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας  των μαθητών που επιλέγουν να φοιτήσουν σε δημόσια σχολεία.

Η εκπαίδευση στη μειονότητα και τα προβλήματά της, η σχέση ανάμεσα στη γλωσσική και στη γνωστική ανάπτυξη έγκειται και σε πολλούς άλλους παράγοντες, εκτός από αυτούς που παρουσιάζονται στις διάφορες θεωρίες, όπως πολιτισμικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, κοινοτικούς, οικογενειακούς, και που  θα πρέπει να αναζητηθούν.

 Όταν η μητρική γλώσσα υποβαθμίζεται και αλλοιώνεται, κινδυνεύει ουσιαστικά η ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα, ο πολιτισμός κάθε λαού ή κάθε πληθυσμιακής ομάδας. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο της γλωσσικής διάβρωσης και  υποχώρησης της μητρικής γλώσσας με έντεχνο τρόπο και την αντικατάστασή της με μία δευτερογενή διγλωσσία, με μία θετή γλώσσα, στην προκειμένη περίπτωση τουρκική,  χρησιμοποιείται δηλαδή «ο γλωσσικός θάνατος»  προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα σχέδια εθνικιστικών επιδιώξεων.  Σκοπός  η απαλοιφή της διαφορετικότητας των πληθυσμιακών ομάδων η γλωσσική και εθνοτική αφομοίωση και αντικατάσταση αυτών με την τουρκική κουλτούρα.

Η εισαγωγή συνεργατών στα νηπιαγωγεία μειονοτικών οικισμών κατόπιν άσκησης πίεσης και μεθόδευσης  θα συμβάλλει στον περιορισμό χρήσης και σταδιακής απώλειας της μητρικής γλώσσας των παιδιών, χωρίς  έτσι  να αυξήσει  τις δεξιότητες στη μητρική γλώσσα με αποτέλεσμα την κατάργηση του πολιτισμικού πλουραλισμού και την ανυπαρξία της κοινωνικής αυτονομίας μιας πληθυσμιακής ομάδας.

 

Έχει ιδιαίτερη αξία να επισημανθεί ότι η  διεθνής βιβλιογραφία σχετικά με την εκπαίδευση δίγλωσσων ή αλλόγλωσσων παιδιών στο επίπεδο της προσχολικής αγωγής  είναι πολύ περιορισμένη συγκριτικά με τα πειράματα και τις έρευνες που γίνονται για τις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Και ενώ η δίγλωσση εκπαίδευση θα πρέπει να σχεδιάζεται  και να υλοποιείται με βάση τα ευρήματα της  σύγχρονης παιδαγωγικής έρευνας, εδώ σχεδιάζεται και υλοποιείται με βάση πολιτικές αποφάσεις- απόρροια των πιέσεων όλων των γνωστών μηχανισμών και  μιας άρχουσας  τάξης-ελίτ – με οικονομική και κοινωνική ισχύ με σκοπό τη δημιουργία παράλληλων δομών και στο χώρο του νηπιαγωγείου ώστε να διατηρηθεί η υποτέλεια, ο απόλυτος διαχωρισμός  και ο απομονωτισμός για να είναι σε θέση να επηρεάζει εξελίξεις και γεγονότα, να χειραγωγεί εύκολα και να υπαγορεύει πολιτικές σε μεγαλεπήβολα σχέδια  εξωγενών παραγόντων. Άλλωστε, πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η επιμονή κάποιων για αντικατάσταση των βιβλίων του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων (ΠΕΜ) με αυτά των δημόσιων σχολείων, λησμονώντας                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               σκόπιμα ότι το συγκεκριμένο διδακτικό υλικό που χρησιμοποιείται σε αυτά τα σχολεία υιοθετεί τον πολιτισμό με σεβασμό στις  ιδιαιτερότητες των μαθητών, αλλά και την  επιμονή για την κατάργηση της ποσόστωσης των μελών της μειονότητας  για την εισαγωγή στις πανεπιστημιακές σχολές, μέτρο που κρίνεται ιδιαίτερα θετικό;  Ή μήπως διαφεύγει της προσοχής ότι η παράθεση τριών πομακικών  λέξεων στο κείμενο ενός τοπικού παραμυθιού που περιλαμβανόταν στα νέα βιβλία γλώσσας του ΠΕΜ προκάλεσαν τη σφοδρή αντίδραση των εκπροσώπων της μειονότητας, οι οποίοι απείλησαν μέχρι και με κάψιμο των νέων βιβλίων αν δεν αφαιρεθούν αυτές οι λέξεις και οι οποίες τελικά αφαιρέθηκαν;  

Οφείλουμε λοιπόν να επισημάνουμε ότι τα  μαθησιακά προβλήματα  εμφανίζονται, όταν υπάρχει καταπίεση των άλλων γλωσσών των μαθητών. Όταν η γλώσσα που ομιλείται στο σπίτι περιφρονείται στο σχολείο, το παιδί πιθανόν να αισθανθεί ότι υπονομεύεται: ‘η πολιτιστική κληρονομιά και η γλώσσα του συγκεκαλυμμένα στιγματίζονται ως μειονέκτημα που πρέπει να εξαλειφθεί’. Υπό αυτό το πρίσμα, επιδεινώνονται οι δυσκολίες μάθησης του παιδιού, με συνέπεια να επηρεάζεται η διανοητική και η συναισθηματική του ανάπτυξη, να αυξάνει το άγχος και η ανησυχία.

Το Υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προσπαθούν  διά της επιβολής ως πολιτική απόφαση να μετατρέψουν  ένα καθαρά πιλοτικό πρόγραμμα σε υποχρεωτικό-αναγκαστικό αγνοώντας ότι η υλοποίηση κάθε προγράμματος που δεν έχει τη συναίνεση και στήριξη των εμπλεκόμενων εκπαιδευτικών, αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας  είναι καταδικασμένο να αποτύχει εκ των προτέρων.

Ο εποικοδομητικός διάλογος με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων φορέων μπορεί   και πρέπει να αποτελέσει την κύρια παράμετρο όλων των προσπαθειών για την αναβάθμιση της ποιότητας της δημόσιας  και μειονοτικής εκπαίδευσης.

Επικαιροποιώντας  τις αποφάσεις και τις θέσεις του Συλλόγου μας,  όπως αυτές έχουν καταγραφεί σε προηγούμενες ανακοινώσεις και χωρίς να απεμπολούμε καμία από αυτές, δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι είμαστε κάθετα αντίθετοι με την πιλοτική παρέμβαση του ΙΕΠ  και του Υπουργείου Παιδείας και ζητούμε:

 

 Την απόσυρση του προγράμματος.

 

Την ίδρυση Δημοσίων  Δημοτικών Σχολείων σε μειονοτικούς οικισμούς, αίτημα πολλών γονέων της μειονότητας  ώστε να έχουν τη δυνατότητα επιλογής φοίτησης των παιδιών τους.

 

Την οργάνωση ενός επιστημονικού συνεδρίου από τη ΔΟΕ με θέμα την  εκπαίδευση των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας.

Από το Δ.Σ