Σύμφωνα με το νόμο, ο εργαζόμενος που έχει συμπληρώσει 1 έτος υπηρεσίας τον ίδιο εργοδότη (και με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου) δικαιούται άδεια 20 εργάσιμων ημερών, εάν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εργασίας, και άδεια 24 εργάσιμων ημερών, εάν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εργασίας.
Η άδεια αναψυχής πρέπει κατ’ αρχήν να χορηγείται ως ενιαίο σύνολο.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο δυνατότητες απόκλισης από αυτό τον κανόνα.
Α) η άδεια μπορεί να κατατμηθεί σε έως 2 μέρη, εφόσον υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρή ή επείγουσα επιχειρησιακή ανάγκη και παρασχεθεί έγκριση από την Επιθεώρηση Εργασίας. Βέβαια, το πρώτο μέρος της άδειας θα πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτικά 5 ή 6 ημέρες, ανάλογα με το αν ισχύει πενθήμερο ή εξαήμερο σύστημα εργασίας.
Β) είναι δυνατόν η άδεια να κατατμηθεί σε περισσότερες περιόδους και χωρίς έγκριση από την Επιθεώρηση Εργασίας, εφόσον το αίτημα προέλθει από τον εργαζόμενο. Σε αυτή την περίπτωση, μια από τις περιόδους άδειας θα πρέπει υποχρεωτικά να αποτελείται από 10 ή 12 εργάσιμες ημέρες, ανάλογα με το αν ισχύει πενθήμερο ή εξαήμερο σύστημα εργασίας.
Αν η άδεια δε χορηγηθεί καθόλου, ακόμη και μετά το πέρας της 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους από αυτό που αφορά, τότε η αξίωση για άδεια μετατρέπεται σε χρηματική αξίωση. Ο στερηθείς την άδεια εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, με προσαύξηση 100%. Προϋπόθεση βέβαια είναι να έχει γίνει το αίτημα για την άδεια από τον εργαζόμενο. Δεν μπορεί τυπικά να συμφωνηθεί χρηματικό αντάλλαγμα αντί για χορήγηση της άδειας. Κάθε τέτοια συμφωνία είναι παράνομη (άρθρο 5 ν. 4504/1966) και άκυρη.