Παρά την πειστική της εμφάνιση, θα χρειαστεί κάτι περισσότερο ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει τη νίκη με σημαντικές πιθανότητες
Ποιος θα περίμενε έναν χρόνο πριν πως η κούρσα για τον Λευκό Οίκο του 2024 θα μετατρεπόταν σε μια εκ των πλέον συναρπαστικών –αλλά, κυρίως, ανατρεπτικών– της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας. Το debate της Τρίτης μεταξύ της Δημοκρατικής Αντιπροέδρου, Κάμαλα Χάρις, και του Ρεπουμπλικάνου πρώην Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, επιβεβαίωσε με κάθε δυνατό τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα, εισάγοντας πλέον την προεκλογική διαδικασία στην τελική της ευθεία. Μόνο που περίπου ενάμιση μήνα πριν τις κάλπες του Νοεμβρίου τίποτα δεν θυμίζει πλέον τις συνθήκες του Ιουνίου.
Βλέποντάς το από απόσταση, η Χάρις επικράτησε στο debate έναντι του Τραμπ. Παρότι ξεκίνησε κάπως νωχελικά, η υποψήφια των Δημοκρατικών βελτίωσε την απόδοσή της κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας, στρίμωξε τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο σε σειρά ζητημάτων –στα οποία εκείνος δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις– αλλά πάνω απ’ όλα απέδειξε πως, στην πραγματικότητα, το debate του Ιουνίου δεν είχε αποτελέσει μια νίκη για τον αντίπαλό της, αλλά μια συντριβή για τον –τότε υποψήφιο των Δημοκρατικών– Τζο Μπάιντεν. Ωστόσο, παρά την πειστική της εμφάνιση, η Χάρις θα χρειαστεί κάτι περισσότερο ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει τη νίκη με σημαντικές πιθανότητες.
Η Κάμαλα Χάρις αποσταθεροποίησε τον απροετοίμαστο Ντόναλντ Τραμπ
Από την πρώτη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος πίσω στο 2015, κατέστη σαφές το επικοινωνιακό του χάρισμα αλλά και ο βαθμός στον οποίο αυτό συμπληρώνεται από την εκρηκτική του –θέτοντάς το ευγενικά– ιδιοσυγκρασία. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός του επέτρεψε να θερίσει οποιονδήποτε εσωκομματικό αντίπαλο τόλμησε να εμποδίσει την πορεία του μέχρι την ανάδειξη του ως τον σύγχρονο ιδεολογικό φάρο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ενώ συνετέλεσε τα μέγιστα ώστε να επικρατήσει της Χίλαρι Κλίντον στις προεδρικές εκλογές του 2016, οι οποίες –θεωρητικά– ήταν χαμένες από χέρι· υπενθυμίζεται πως μέχρι και τη νύχτα των εκλογών, η Κλίντον θεωρούταν ως το απόλυτο φαβορί. Με αυτά τα δεδομένα, η εκτίμηση πως ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος θα μπορούσε πιθανότατα να επικρατήσει και στις εκλογές του 2020 έναντι του –αντικειμενικά μιλώντας απείρως λιγότερο χαρισματικού, σε εκείνη την προχωρημένη φάση της καριέρας του, Τζο Μπάιντεν– εφόσον η πανδημία δεν είχε πλήξει τόσο πολύ τόσο την αμερικανική οικονομία, όσο και εκείνον προσωπικά. Με άλλα λόγια, η προσωπικότητα και η ρητορική δεινότητα του Τραμπ –αλλά, σίγουρα, και το γεγονός πως ο ίδιος αποτελεί έναν χαρισματικό showman– τον έχει οδηγήσει να κινείται –και να σκέφτεται– σαν επικοινωνιακός οδοστρωτήρας, ο οποίος μπορεί να λειαίνει την πραγματικότητα γύρω του ανάλογα με το πώς επιθυμεί ο ίδιος.
Ωστόσο, το χθεσινό debate ανέδειξε τη μία –και ίσως τη μοναδική– αδυναμία της συγκεκριμένης προσέγγισης για τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο: την έλλειψη προετοιμασίας. Ο κύριος λόγος που η Χάρις επικράτησε στο debate έναντι του αντιπάλου της ήταν πως η ίδια είχε προετοιμαστεί σε απόλυτο βαθμό για τη συγκεκριμένη αναμέτρηση, γνωρίζοντας πως αυτή ήταν η πρώτη –και πιθανώς η μοναδική της– ευκαιρία ώστε να σταθεί απέναντί του και να αποδείξει στο αμερικανικό εκλογικό σώμα πως είναι ικανή να τον κερδίσει και να αποτελέσει εκείνη την επόμενη Πρόεδρο των ΗΠΑ. Έχοντας μελετήσει με εξονυχιστική λεπτομέρεια κάθε ανακρίβεια και ακροβασία την οποία έχει πραγματοποιήσει ο Τραμπ σε σειρά «wedge issues» –δηλαδή κρίσιμων ζητημάτων τα οποία συνήθως κρίνουν τη στάση των μετριοπαθών ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης– η Χάρις πέτυχε κατ’ εξακολούθηση να στρέφει τη συζήτηση εκεί, αναγκάζοντας τον Τραμπ να περιοριστεί σε μια άχαρη θέση άμυνας. Ενδεικτικά, η πίεση της Χάρις οδήγησε τον Τραμπ να χάσει τα λόγια του σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο επιβολής μιας ομοσπονδιακής απαγόρευσης στις αμβλώσεις, όπως και στις μεταρρυθμίσεις που επιθυμεί να εφαρμόσει στο αμερικανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι πως όσο περισσότερο εκνευριζόταν ο Τραμπ από την πίεση της Χάρις, εκείνη παρέμενε ψύχραιμη, διατηρώντας το χιούμορ της.
Το γεγονός πως ο Τραμπ άφησε τη Χάρις να τον αποπροσανατολίσει σε επίπεδο θεμάτων, αλλά και να τον εκνευρίσει σε επίπεδο επικοινωνίας των συναισθημάτων που εξέπεμπε μέσω του ABC στους αμερικανικούς τηλεοπτικούς δέκτες και το διαδίκτυο, είναι και εκείνο που κλείδωσε τη νίκη για την Αμερικανίδα Αντιπρόεδρο. Όπως παραδέχτηκαν τόσο στελέχη των Ρεπουμπλικάνων, όσο και φιλικοί σχολιαστές και αναλυτές προς τον Τραμπ, ο υποψήφιός τους δεν είχε προετοιμαστεί να απαντήσει σε ζητήματα στα οποία οι επιθέσεις της Χάρις ήταν αναμενόμενες, ενώ έπεσε θύμα της ιδιοσυγκρασίας του, αφήνοντας την αντίπαλό του να θέσει το συναισθηματικό πλαίσιο της τηλεμαχίας τους. Θέτοντας το διαφορετικά, ο Τραμπ δεν έχασε το debate σε επίπεδο θέσεων και πολιτικής ιδεολογίας, αλλά σε επίπεδο επικοινωνίας· ενδεχομένως αυτή η ήττα να είναι και εκείνη που θα του κοστίσει περισσότερο.
Η εγγενής –και δυνητικά καταστροφική– αδυναμία της Κάμαλα Χάρις
Όπως έχει αναλυθεί ξανά, το μεγαλύτερο μειονέκτημα της προεκλογικής καμπάνιας της Χάρις δεν είναι άλλο από την αδυναμία της να πείσει πως, ως Πρόεδρος, θα καταφέρει να ανατρέψει τις σημερινές συνθήκες της αμερικανικής οικονομίας. Υπενθυμίζεται πως η αμερικανική μεσαία τάξη –στην οποία ανήκουν και οι κρίσιμοι κεντρογενείς μετριοπαθείς ψηφοφόροι, των οποίων η στάση θα κρίνει και την τελική επιλογή των μεταβαλλόμενων πολιτειών– δοκιμάζεται ακόμα από έντονες πληθωριστικές πιέσεις, αυξημένο κόστος στέγασης και κοινωνικής ασφάλισης, φαινόμενα υπερδανεισμού, μειούμενο ρυθμό προσθήκης νέων θέσεων εργασίας, και –κυρίως– ένα ευρύτερο συναίσθημα ματαιότητας προς το μέλλον. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα κατάφερε εν τέλει να εκμεταλλευτεί ο Ντόναλντ Τραμπ, πιέζοντας τη Χάρις εκεί που πονάει περισσότερο: στο ζήτημα της οικονομικής πολιτικής. Αναλυτικότερα, ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος μίλησε με δεδομένα κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας, κάνοντας λόγο –σωστά– για ένα ιστορικό φαινόμενο παρατεταμένων πληθωριστικών πιέσεων, και καλώντας –εύλογα– το αμερικανικό εκλογικό σώμα να αναρωτηθεί πώς ακριβώς η Χάρις θα μπορούσε να αλλάξει τις σημερινές συνθήκες, όταν η ίδια αποτελεί δομικό μέρος του προβλήματος ως ένα εκ των πλέον προβεβλημένων στελεχών της σημερινής κυβέρνησης.
Σε αυτό το επίπεδο, η Χάρις είχε να προσφέρει ως επί το πλείστον γενικότητες, αδυνατώντας να πείσει ακόμα και τους φιλικότερους προς εκείνη ψηφοφόρους σχετικά με τις συγκεκριμένες κινήσεις τις οποίες θα κάνει ώστε να αντιστρέψει το σημερινό αρνητικό κλίμα, σε οικονομικό επίπεδο. Αντίθετα, η Χάρις περιορίστηκε στη γενικότητα του όρου «Opportunity Economy»– δηλαδή της «οικονομίας των ευκαιριών»– τον οποίο χρησιμοποιεί ώστε να συμπτύξει τις οικονομικές της προτεραιότητες, οι οποίες αφορούν αφηρημένες δεσμεύσεις σχετικά με τη μείωση των τιμών, τη διευκόλυνση αγοράς κατοικίας, και της ενίσχυσης των μικρο-επενδυτών και μικρο-επιχειρηματιών. Ωστόσο, το συγκεκριμένο οικονομικό δόγμα δεν εμπεριέχει τίποτα το πολύ συγκεκριμένο μέσα του, και παρά το δικό της –εξίσου εντυπωσιακό– επικοινωνιακό χάρισμα, αλλά και την άριστη προετοιμασία της, η Χάρις δεν κατάφερε να πείσει πώς ακριβώς θα ενισχύσει την οικονομική κατάσταση της αμερικανικής μεσαίας τάξης, όπως και πώς θα αντιμετωπίσει τα συστημικά προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας, ειδικά δε σε ό,τι αφορά τον βαθμό στον οποίο θα διαφοροποιηθεί από τον Τζο Μπάιντεν. Το γεγονός πως η οικονομική πολιτική αποτέλεσε και το πρώτο θέμα του debate έπιασε τη Χάρις κάπως εξαπίνης, γεγονός που μεγέθυνε ακόμα περισσότερο την αδυναμία της να προτείνει συγκεκριμένες και κοστολογημένες λύσεις σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής.
Αυτή η συνθήκη από μόνη της στάθηκε αρκετή ώστε ο Τραμπ να πάρει το περισσότερο που μπορούσε σε μια –κατά τα άλλα– εξαιρετικά κακή νύχτα για τον ίδιο. Στην πραγματικότητα, ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος δε χρειαζόταν να αποκαλέσει την αντίπαλο του «Μαρξίστρια» ώστε να τρομάξει τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική –αλλά και τις παρεμβάσεις– που θα εφαρμόσει η Χάρις σε περίπτωση νίκης της, καθώς η ίδια από μόνη της αδύνατη ακόμα να πείσει πως έχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο ώστε να αντιμετωπίσει δεδομένα, μακρόχρονα, και απολύτως μετρήσιμα προβλήματα. Μπορεί σε μια αποστροφή του λόγου της η Χάρις να ανέφερε με σθένος πως ο Τραμπ πλέον δεν τρέχει εναντίον του Τζο Μπάιντεν, αλλά εναντίον της –σε μια φράση που ακούγεται μεν εντυπωσιακή, ως ρητορικό σχήμα και επικοινωνιακό snippet– ωστόσο η ίδια εξακολουθεί να μην πείθει πως αυτό δεν ισχύει σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής.
Η μακρά τελική ευθεία προς τις Αμερικανικές εκλογές 2024
Το debate της Τρίτης επιβεβαίωσε πως η κούρσα για τον Λευκό Οίκο έχει αλλάξει πλήρως μετά την αντικατάσταση του Τζο Μπάιντεν από την Αντιπρόεδρό του και πως η Χάρις μπορεί πλέον να διατηρήσει την αμερικανική προεδρία για τους Δημοκρατικούς. Παράλληλα, το debate ανέδειξε ακόμα μια –δυνητικά ζοφερή– για τον Τραμπ πραγματικότητα: παρότι ο ίδιος έπεισε εύκολα το αμερικανικό εκλογικό σώμα πως η αντίπαλός του δεν έχει κάτι περισσότερο ή αποτελεσματικότερο να προτείνει σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων –δηλαδή του ζητήματος που παραδοσιακά κρίνει τις εκλογές, πόσο μάλλον δε στον τρέχοντα πολιτικό χρόνο–, έχασε το debate επειδή η Χάρις ανέδειξε όλες τις αδυναμίες του χαρακτήρα του. Εφόσον η Χάρις επικρατήσει στις εκλογές, η νίκη της θα αποτελεί μια επικράτηση σε επίπεδο κοσμοθεωρίας, ιδιοσυγκρασίας και αφοσίωσης στο φιλοσοφικό και αξιακό υπόβαθρο των ΗΠΑ, με το οποίο ο Τραμπ απλά δεν μπορεί να ταυτιστεί σε ψυχοδυναμικό επίπεδο. Η αποστροφή του πρώην Προέδρου πως η μόνη του ευθύνη στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου ήταν «απλώς» πως έβγαλε «έναν λόγο» συνοψίζει μέσα της το πρόβλημα: ακόμα και απέναντι σε μια αδύναμη υποψήφια, σε επίπεδο οικονομίας, ο Τραμπ μπορεί να χάσει επειδή, μέχρι σήμερα, δεν έχει αντιληφθεί πως ενδέχεται ορισμένες φορές η πραγματικότητα να είναι αντίθετη με τον εγωισμό του· στο τέλος, η πραγματικότητα κερδίζει, πάντα.