
Οι νομικές διεκδικήσεις φέρνουν το Δημόσιο αντιμέτωπο με την πιθανότητα να υποχρεωθεί να επιστρέψει «μνημονιακούς» φόρους συνολικού ύψους άνω των 1,9 δισ. ευρώ, με τους οποίους επιβάρυνε νοικοκυριά και επιχειρήσεις την τελευταία τριετία.
Οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν ήδη δρομολογήσει τις διαδικασίες για την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης αναδρομικά από την 1η-1-2021, αξιοποιώντας όλα τα διοικητικά και δικαστικά βοηθήματα που προβλέπει η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία.
Το ποσό που σκοπεύουν να διεκδικήσουν οι δικαστικοί δεν υπερβαίνει τα 20 εκατ. ευρώ.
Όμως, σε περίπτωση κατά την οποία θα ευοδωθούν οι προσπάθειές τους θα ανοίξει ο δρόμος για εκατοντάδες χιλιάδες άλλους δημοσίους λειτουργούς, πολιτικούς υπαλλήλους και συνταξιούχους να διεκδικήσουν κι αυτοί διά της δικαστικής οδού την απαλλαγή τους από την εισφορά αλληλεγγύης αναδρομικά από το 2021, εξέλιξη η οποία ενδέχεται να προκαλέσει απρόβλεπτη δημοσιονομική δαπάνη, που μπορεί να ανέλθει μέχρι και σε 600 εκατ. ευρώ περίπου για τη διετία 2021-2022.
Από την άλλη πλευρά, η προσφυγή ενός δικηγόρου της Αθήνας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο για τη διαγραφή των χρεώσεων του τέλους επιτηδεύματος που του επιβλήθηκαν για το έτος 2020 εξελίχθηκε σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης, προκειμένου να κριθεί εάν είναι αντισυνταγματική ή όχι η συνέχιση της επιβολής του τέλους αυτούς κατά τα έτη 2020 και επόμενα.
Σε περίπτωση κατά την οποία το ΣτΕ θα αποφανθεί υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος του δικηγόρου, το Δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει σε περισσότερους από 1.000.000 επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες τα τέλη επιτηδεύματος που τους χρέωσε για τα έτη 2020 και 2021, καθώς και να καταργήσει οριστικά την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος και για το 2022 και για τα επόμενα έτη.
Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη υπερβαίνει το 1,35 δισ. ευρώ συνολικά για την τριετία 2020-2022.