Απόβλητα Τροφίμων: Το στοίχημα της διαχείρισης, η ανάπτυξη μέχρι το 2034 και η επισιτιστική ασφάλεια

Η αγορά διαχείρισης αποβλήτων τροφίμων αναμένεται να αποτελέσει έναν ακόμη βασικό κρίκο ενίσχυσης της επισιτιστικής ασφάλειας και άμβλυνσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε μια εποχή όπου ο αγροτικός τομέας δοκιμάζεται από τους περιορισμούς που θέτει η βιώσιμη ανάπτυξη.

Η παγκόσμια αγορά διαχείρισης απορριμμάτων τροφίμων αναμένεται να αυξηθεί με σύνθετο ρυθμό ανάπτυξης 6,1% κατά την περίοδο 2024 – 2034 σύμφωνα με έρευνα του The Niche Research.

Καθώς σχεδόν το ένα τρίτο όλων των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως καταλήγουν στα απόβλητα, η αποτελεσματική διαχείριση αυτών των απορριμμάτων είναι κρίσιμη για τη διατήρηση των πόρων, τη μείωση των εκπομπών άνθρακα και την υποστήριξη μιας κυκλικής οικονομίας, αναφέρει η έρευνα.

Η διαχείριση των απορριμμάτων τροφίμων περιλαμβάνει διαδικασίες όπως η ανακύκλωση, η κομποστοποίηση και η μετατροπή των απορριμμάτων σε ενέργεια. Αυτή η διαχείριση είναι απαραίτητη για τη μείωση της χρήσης των χωματερών, τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τη δημιουργία νέων πόρων, όπως τα βιοκαύσιμα ή το λίπασμα. Οι εφαρμογές εκτείνονται σε διάφορους κλάδους, από κατοικημένες περιοχές έως βιομηχανικές εργασίες μεγάλης κλίμακας.

Σε οικιακούς χώρους, τα συστήματα διαχείρισης απορριμμάτων τροφίμων βοηθούν τα νοικοκυριά να μειώσουν το κόστος διάθεσης των απορριμμάτων και να δημιουργήσουν λίπασμα πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά π.χ. για την κηπουρική. Για παράδειγμα, τα συστήματα οικιακής κομποστοποίησης επιτρέπουν στους κατοίκους να ανακυκλώνουν υπολείμματα τροφίμων και να τα αξιοποιούν για τον εμπλουτισμό του εδάφους. Στους βιομηχανικούς τομείς, οι εταιρείες επωφελούνται από προηγμένες τεχνολογίες που μετατρέπουν τα απόβλητα τροφίμων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό όχι μόνο ελαχιστοποιεί τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους αλλά και μειώνει τα λειτουργικά έξοδα. Για παράδειγμα, οι μεταποιητές τροφίμων μεγάλης κλίμακας χρησιμοποιούν συχνά συστήματα αναερόβιας χώνευσης για την παραγωγή βιοαερίου από οργανικά απόβλητα. Υιοθετώντας πρακτικές διαχείρισης απορριμμάτων τροφίμων, τόσο ο οικιακός όσο και ο βιομηχανικός τομέας μπορούν να συμβάλουν σε ένα πιο βιώσιμο και φιλικό προς το περιβάλλον μέλλον, μετατρέποντας τα απόβλητα σε πολύτιμους πόρους.

Ποιες χώρες προηγούνται στην παραγωγή αποβλήτων τροφίμων

Ως η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό, η Κίνα παράγει περίπου 91,6 εκατομμύρια τόνους απορριμμάτων τροφίμων κάθε χρόνο. Η Ινδία, με τον δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό της, παράγει πάνω από 68 εκατομμύρια τόνους τροφίμων ετησίως. Όσον αφορά στις ΗΠΑ, αξίζει να σημειωθεί ότι εάν και έχουν μικρότερο πληθυσμό σε σύγκριση με την Κίνα και την Ινδία, εξακολουθούν να σπαταλούν πάνω από 19 εκατομμύρια τόνους τροφίμων κάθε χρόνο. Αυτή η τάση οφείλεται περισσότερο από τις καταναλωτικές συνήθειες παρά από το μέγεθος του πληθυσμού, καθώς οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής τροφίμων παγκοσμίως. Ακολουθούν η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες οι οποίες διαθέτουν πάνω από 5 εκατομμύρια τόνους τροφίμων ετησίως. Παρά τις πλούσιες γαστρονομικές τους παραδόσεις, τόσο η Γαλλία όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφουν σημαντική σπατάλη τροφίμων.

Τέλος, η Ρωσία παράγει πάνω από 4 εκατομμύρια τόνους απορριμμάτων τροφίμων ετησίως, ένας όγκος ο οποίος οφείλεται στο τεράστιο γεωγραφικό της μέγεθος και το μεγάλο πληθυσμό της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων απειλούν τη βιωσιμότητα των αγροδιατροφικών μας συστημάτων. Όταν τα τρόφιμα σπαταλούνται, το ίδιο συμβαίνει και με τους πόρους που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τους (νερό, γη, ενέργεια, εργασία και κεφάλαιο). Επιπλέον, η απόρριψη των αποβλήτων τροφίμων σε χώρους υγειονομικής ταφής παράγει αέρια θερμοκηπίου, επιδεινώνοντας την κλιματική κρίση. Η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων παράγουν έως και το 10Τ των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ενώ μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ασφάλεια και τη διαθεσιμότητα των τροφίμων, αυξάνοντας το κόστος των τροφίμων. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), η μείωση της απώλειας και της σπατάλης τροφίμων μπορεί να βελτιώσει τη διαθεσιμότητα και την πρόσβαση σε τρόφιμα, αν και ο αντίκτυπος εξαρτάται από τη χωρική εγγύτητα αυτών των περιορισμών από τον τόπο κατανάλωσής τους.