To Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης είναι μια από τις σημαντικότερες προστατευόμενες περιοχές σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο
To Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης είναι μια από τις σημαντικότερες προστατευόμενες περιοχές σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και από το μεσημέρι της Πέμπτης απειλείται ένα μεγάλο κομμάτι του από τις φλόγες.
Ωστόσο, είναι απαγορευτική για τις επίγειες πυροσβεστικές δυνάμεις η προσέγγιση του πύρινου μετώπου.
Το πρόβλημα είναι ότι λόγω του παρθένου δάσους και των ειδικών μέτρων προστασίας που ισχύουν για τα σπάνια αρπακτικά πουλιά, δεν υπάρχουν σε κάποια σημεία δρόμοι πρόσβασης για τις επίγειες δυνάμεις και έτσι μόνο με εναέρια μέσα μπορεί να σβήσει η φωτιά,
Το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς–Λευκίμης
Είναι μία από τις πρώτες περιοχές στην Ελλάδα που τέθηκαν σε καθεστώς προστασίας, καθώς εδώ συμβιώνουν και ευδοκιμούν συγκεντρωμένα πολλά είδη της χλωρίδας και της πανίδας της Βαλκανικής χερσονήσου, της Ευρώπης και της Ασίας.
Το μωσαϊκό τοπίων που διαμορφώνεται από δάση πεύκης και δρυός, τα οποία διακόπτονται από ξέφωτα, βοσκοτόπια και καλλιεργούμενες εκτάσεις αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για τα αρπακτικά πουλιά.
Στο Εθνικό Πάρκο συναντώνται τρία από τα τέσσερα είδη γύπα της Ευρώπης (Μαυρόγυπας, Όρνιο και Ασπροπάρης), ενώ φιλοξενεί τη μοναδική αποικία Μαυρόγυπα στα Βαλκάνια.
Η αυστηρά προστατευόμενη ζώνη
Το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμης βρίσκεται στο μέσο του νομού Έβρου σε έκταση 428.000 στρ, από τα οποία τα 72.900 στρ. είναι αυστηρά προστατευόμενη ζώνη. Κατέχει ξεχωριστή γεωγραφική θέση σε διεθνές επίπεδο, καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ Ασίας, Ευρώπης και Αφρικής και κοντά στον ανατολικότερο μεταναστευτικό διάδρομο πολλών ειδών πουλιών.
Η εκτατική χρήση της γης από τον άνθρωπο στο βάθος των αιώνων έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός πλούσιου μωσαϊκού τοπίων με πολλές εναλλαγές. Τα διάκενα που δημιουργήθηκαν από διαταράξεις, όπως βόσκηση, υλοτομίες αλλά και μικρής έκτασης και έντασης πυρκαγιές κατά το παρελθόν, καθορίζουν την ύπαρξη και επιβίωση των περισσότερων αρπακτικών πουλιών, παρέχοντας ευκολότερη πρόσβαση στην τροφή τους.
Στην περιοχή έχουν καταγραφεί συνολικά 360-400 είδη φυτών, από τα οποία 25 είδη είναι ορχιδέες, 104 είδη πεταλούδων, 12-13 είδη αμφιβίων, 29 είδη ερπετών και 60-65 είδη θηλαστικών, εκ των οποίων 24 είναι νυχτερίδες.
Επιπλέον, τα ιδιαίτερης αισθητικής τοπία με βραχώδεις σχηματισμούς, ρυάκια και ποτάμια, τα ενδημικά φυτά και τα σημεία γεωλογικού ενδιαφέροντος της περιοχής είναι υψηλής οικολογικής αξίας.
Η οικολογική αξία του Δάσους Δαδιάς επισημάνθηκε το 1970 από Ευρωπαίους επιστήμονες, το 1980 η περιοχή ανακηρύχτηκε προστατευόμενη και από το 2006 έχει χαρακτηριστεί ως Εθνικό Πάρκο.
Εκτός από τα αρπακτικά, στην περιοχή έχουν παρατηρηθεί περίπου 166 είδη πουλιών, εκ των οποίων 2 έχουν χαρακτηριστεί ως κινδυνεύοντα για την Ελλάδα, ο Μαυροπελαργός (Ciconia nigra) και η Καμπίσια Πέρδικα (Perdix perdix), ενώ άλλα 10 έχουν χαρακτηριστεί ως “σχεδόν απειλούμενα” και 5 ως “τρωτά”. Ιδιαίτερα η παρουσία του Μαυροπελαργού θεωρείται πολύ σημαντική, καθώς τα 30-35 ζευγάρια που φωλιάζουν στην περιοχή αποτελούν σημαντικό ποσοστό του αναπαραγόμενου πληθυσμού του είδους στη χώρα μας.
Η περιοχή του Εθνικού Πάρκου παρουσιάζει μια πλούσια και πολύμορφη χλωρίδα με είδη χαρακτηριστικά της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Στο μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από δασική βλάστηση, η σύνθεση της οποίας είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του κλίματος, της γεωμορφολογίας, των εδαφικών συνθηκών και της γειτνίασης με τον ποταμό Έβρο. Η βλάστηση συγκροτείται κυρίως από μαύρη πεύκη (Pinus nigra) και τραχεία πεύκη (Pinus brutia) σε μίξη με δρύες (Quercus spp.) και άλλα φυλλοβόλα είδη, καθώς και από θαμνώνες μακκίας βλάστησης.
Στο κέντρο και στα ανατολικά του Εθνικού Πάρκου συναντάμε δάση κωνοφόρων, στα οποία κυριαρχεί η τραχεία Πεύκη (Pinus brutia) και δευτερευόντως η Μαύρη Πεύκη (Pinus nigra), ενώ τα φυλλοβόλα, τα μικτά δάση και η μακία βλάστηση καλύπτουν μικρή μόνο έκταση. Αντιθέτως, στα βόρεια και στα νοτιοδυτικά κυριαρχούν τα αμιγή δάση δρυός, με είδη όπως η Πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto), το Τσέρο (Q. cerris) και η Χνοώδης δρυς (Q. pubescens), τα οποία έχουν υποστεί έντονη υλοτομία στο παρελθόν. Στις ενδιάμεσες ζώνες συναντάμε μικτά δάση Πεύκης-Δρυός. Σκληρόφυλλοι θάμνοι όπως η Αγριοκουμαριά (Arbutus andrachne), το Φυλλίκι (Phillyrea latifolia), το Ρείκι (Erica arborea) και η Λαδανιά (Cistus incanus) συναντώνται κυρίως στα νοτιοδυτικά του Εθνικού Πάρκου.
Η ευρύτερη περιοχή του Εθνικού Πάρκου παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, καθώς έχουν καταγραφεί σε μεγάλη πυκνότητα αρχαιολογικοί χώροι, που χρονολογούνται από την προϊστορική περίοδο μέχρι και τη μεταβυζαντινή εποχή. Στην περιοχή της Κορνοφωλιάς υπάρχει μια χαμηλή πλαγιά η οποία ανοίγει αμφιθεατρικά με μια καταπληκτική θέα προς το μεγάλο ποτάμι όπου αναφέρεται η ύπαρξη πολλών λαξευμάτων και κοιλοτήτων. Στα νότια του χωριού, στα χωράφια, έχουν βρεθεί πλήθος κεραμικών αλλά και άφθονα νομίσματα από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Στην κορυφή Αντά Τεπέ έχουν βρεθεί θεμέλια λιθόκτιστου φρουρίου με πέντε ημικυκλικούς πύργους, επίσης, στην κορυφή της Γκίμπρενας βρίσκονται ερείπια Βυζαντινού Κάστρου χτισμένο από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Το κάστρο αυτό ήταν μέρος μιας σειράς οχυρωματικών έργων σε τέτοιες τοποθεσίες που σκοπό είχαν να εμποδίσουν την κάθοδο επιδρομέων στο νότο.
Δυτικά του οικισμού Λυκόφης, στη θέση Ανάβρα, έχουν βρεθεί τρεις μαρμάρινες σαρκοφάγοι ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και λαξευμένος βράχος που κατά την παράδοση φιλοξενούσε βυζαντινό ναό. Στα Λαγυνά έχει βρεθεί λιθόκτιστος με ημικυκλική καμάρα τάφος, μακεδονικού τύπου, ο οποίος μπορεί να χρονολογηθεί από τον 4ο αιώνα πχ.