Σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Επιτροπή, την τελευταία διετία, το ποσοστό επενδύσεων των πέντε Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατέγραψε σημαντική αύξηση, από 28 % του συνολικού προϋπολογισμού το 2018 σε 56 % στα τέλη του 2020.
Αυτή η σημαντική αύξηση της δαπάνης το 2020 δείχνει ότι, παρά τις εξαιρετικές περιστάσεις λόγω της κρίσης του κορονοϊού, η αξιοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων για τη στήριξη των επενδύσεων στις περιφέρειες της Ευρώπης σημειώνει αύξηση. Αυτό εν μέρει οφείλεται στην ευελιξία που εισήχθη στη νομοθεσία για την πολιτική συνοχής μέσω των πρωτοβουλιών επενδύσεων για την αντιμετώπιση του κορονοϊού (CRII και CRII +), χάρη στις οποίες τα κράτη μέλη μπόρεσαν να ανακατευθύνουν μη δαπανηθέντες πόρους στους τομείς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης. Μέσω αυτού του μέτρου, πάνω από 22 δισ. ευρώ χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξη των τομέων της υγείας, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, της απασχόλησης και των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, με πρόσθετη δυνατότητα ενωσιακής συγχρηματοδότησης σε ποσοστό 100 %.
Ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος κ. Βάλντις Ντομπρόβσκις δήλωσε σχετικά: «Πολλά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η στήριξη των ΕΔΕΤ υπήρξε αποτελεσματική σε πολλούς τομείς και για διαφορετικούς τύπους δικαιούχων, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και για τους ιδιώτες. Από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την έρευνα ως την καινοτομία και την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, η ενωσιακή προστιθέμενη αξία είναι εντυπωσιακή».
Η Επίτροπος Συνοχής και Μεταρρυθμίσεων κ. Ελίζα Φερέιρα προσέθεσε: «Η πολιτική συνοχής αποδίδει καρπούς. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Η αύξηση της δαπάνης μαρτυρά την αλληλεγγύη της ΕΕ, καθώς η πρωτόγνωρη αντίδρασή μας στην κρίση του κορονοϊού βοηθά εκατομμύρια Ευρωπαίους και επιχειρήσεις να ξανασταθούν στα πόδια τους και να συνεισφέρουν στην οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη».
Οι επενδύσεις των ΕΔΕΤ στην πραγματική οικονομία ανέρχονται σε 463 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2014-2020 και κινητοποίησαν συνολικές επενδύσεις ύψους 644 δισ. ευρώ για την προώθηση της βιώσιμης κοινωνικοοικονομικής σύγκλισης, της ανθεκτικότητας και της εδαφικής συνοχής.
Οι επενδύσεις των κονδυλίων του ESI κατευθύνονται στην πραγματική οικονομία. Μέχρι σήμερα, 1,6 εκατομμύρια επιχειρήσεις έχουν λάβει υποστήριξη για επέκταση, καινοτομία και κυκλοφορία νέων προϊόντων, ενώ 184.000 θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί έως το τέλος του 2019. Συνολικά, περισσότερα από 13 εκατομμύρια επενδυτικά έργα έχουν επιλεγεί για υποστήριξη από την ΕΕ σε όλη την Ευρώπη. Η σημερινή έκθεση παρέχει την πέμπτη διετή επισκόπηση της εφαρμογής των εθνικών και περιφερειακών προγραμμάτων με βάση τις ετήσιες εκθέσεις προγραμμάτων που ελήφθησαν τον Σεπτέμβριο του 2020. Συνοδεύεται από έκθεση που συνοψίζει τα πορίσματα της αξιολόγησης σχετικά με τα προγράμματα του ESI Funds.
Η πλατφόρμα Open Data ESI Funds ενημερώθηκε επίσης σήμερα για να δείξει τα επιτεύγματα των προγραμμάτων ESI Funds μέχρι το τέλος του 2019. Ιστορικό Τα ESI Funds αντιπροσωπεύουν 463 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο 2014-2020 που έχουν κινητοποιήσει συνολική επένδυση 644 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στόχος τους είναι να προωθήσουν τη διαρκή κοινωνικοοικονομική σύγκλιση, την ανθεκτικότητα και την εδαφική συνοχή. Τα Ταμεία ESI αποτελούν τη βασική πηγή χρηματοδότησης για διάφορους πρωταρχικούς στόχους της Επιτροπής Von der Leyen.
Η υποστήριξη για μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα καθώς και για τον μετριασμό και την προσαρμογή του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής συμβάλλει στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Οι επενδύσεις που υποστηρίζουν την ευρυζωνική διάδοση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και τις τεχνολογίες, τις υπηρεσίες και τις δεξιότητες συμβάλλουν στην επίτευξη του στόχου να καταστεί η Ευρώπη κατάλληλη για την ψηφιακή εποχή. Η υποστήριξη των επιχειρήσεων να γίνουν πιο παραγωγικές και ανταγωνιστικές, επενδύοντας στην υγεία και την κοινωνική φροντίδα, στην εκπαίδευση, στις δεξιότητες και στη στέγαση, καθώς και στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι αγροτικές περιοχές και οι κάτοικοί τους συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας οικονομίας που λειτουργεί για τους ανθρώπους.