Παραθέτουμε την ανακοίνωση της ΟΛΜΕ σχετικά με την απαράδεκτη και αντιπαιδαγωγική εγκύκλιο του υπουργείου για την τηλεαξιολόγηση.
Εμείς οι εκπαιδευτικοί είμαστε κοντά στα παιδιά και αντιλαμβανόμαστε τη σωματική και την ψυχική τους κούραση. Ας μη βιαστούμε να υιοθετήσουμε εύκολα την οδηγία του υπουργείου σε σχέση με τα τηλεδιαγωνίσματα και ας κρατήσουμε, όπως πάντα, ως πρώτη προτεραιότητα το καλό των παιδιών. Εξάλλου σε καμία διάταξη της κείμενης νομοθεσίας δεν προβλέπεται «τηλεαξιολόγηση» των παιδιών.
Ακολουθεί η ανακοίνωση της ΟΛΜΕ:
Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των εκπαιδευτικών και με ευθύνη του ΥΠΑΙΘ τα πολύ σημαντικά προβλήματα της τηλεκπαίδευσης παραμένουν. Η Ομοσπονδία από την πρώτη κιόλας αναστολή λειτουργίας των σχολικών μονάδων είχε προτείνει συγκεκριμένα μέτρα και για την ΕξΑΕ (αναβάθμιση ΠΣΔ, εξοπλισμό σε μαθητές/τριες, εκπαιδευτικούς και σχολεία, προστασία προσωπικών δεδομένων, επιμόρφωση εκπαιδευτικών, ηλεκτρονικό εκπαιδευτικό υλικό κ.ά.). Ωστόσο, τόσο το ΥΠΑΙΘ όσον αφορά στα διοικητικά μέτρα όσο και το ΙΕΠ, όσον αφορά τα παιδαγωγικά ζητήματα, για μία ακόμα φορά δεν υιοθέτησαν τις προτάσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Μεγάλος αριθμός μαθητών/τριων έχουν αποκλειστεί από την εκπαιδευτική διαδικασία, αφού παρά τις συνεχείς επικοινωνιακές εξαγγελίες της υπουργού, ακόμα και σήμερα δεν έχoυν διατεθεί κονδύλια από τον προϋπολογισμό του ΥΠΑΙΘ για παροχή εξοπλισμού, με αποτέλεσμα οι εικόνες μαθητών/τριων σε δημόσιους χώρους αναζητώντας σύνδεση στο διαδίκτυο, να είναι καθημερινό φαινόμενο.
Αντί το ΥΠΑΙΘ να ασχοληθεί με τα πάμπολλα προβλήματα της τηλεκπαίδευσης, αντί να φροντίσει για ψυχοπαιδαγωγική στήριξη των μαθητών/τριων, προκρίνει την αξιολόγησή τους. Στις 09-12-2020 με την υπ’αρ. 167603/ΓΔ4 εγκύκλιο, η υφυπουργός Παιδείας, μετά από εισήγηση του ανεπαρκέστατου σε όλα τα επίπεδα ΙΕΠ, καλεί τους εκπαιδευτικούς να βάλουν διαγωνίσματα και να καταθέσουν βαθμολογίες μαθητών/τριων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όπως συμβαίνει υπό φυσιολογικές συνθήκες.
Ξέχασε η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ τις δηλώσεις της το προηγούμενο σχολικό έτος ότι: «η τηλεκπαίδευση χρησιμοποιείται μόνο για να διατηρείται η επαφή των μαθητών με το σχολείο» και ότι «μέσω αυτής δεν μπορεί να προχωρήσει η ύλη και ως διδαχθείσα χαρακτηρίζεται μόνο η ύλη που έχει καλυφθεί δια ζώσης». Παρά την κοινή διαπίστωση ότι η ΕξΑΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής μαθησιακή διαδικασία, παρά τους/τις χιλιάδες μαθητές/τριες που έχουν αποκλειστεί από την ΕξΑΕ, παρά τα τεράστια κενά που μέχρι σήμερα δεν έχουν καλυφθεί από το ΥΠΑΙΘ, παρά την ψυχική και παιδαγωγική εξουθένωση των μαθητών/τριων, το ΥΠΑΙΘ, μετά και την απαράδεκτη οδηγία για καταχώριση απουσιών στους/στις μη συμμετέχοντες/ουσες μαθητές/τριες, εκδίδει μία ακόμη αντιπαιδαγωγική οδηγία, περί «τηλεαξιολόγησης» των μαθητών/τριων, η οποία διατηρεί ως βασική παράμετρο τις γραπτές δοκιμασίες (διαγωνίσματα). Και μάλιστα, χωρίς καμία επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, χωρίς καμία ουσιαστική οδηγία για την αξιοπιστία, την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας αξιολόγησης. Η μόνη οδηγία που δίνεται δείχνει την απουσία σύνδεσης του ΥΠΑΙΘ με την εκπαιδευτική πραγματικότητα: «οι εκπαιδευτικοί ενθαρρύνονται να δημιουργούν πολλαπλές ομάδες θεμάτων για να αποτρέπονται φαινόμενα συνεργασίας ή ηλεκτρονικής αντιγραφής και διαμοιρασμού απαντήσεων μεταξύ των μαθητών και μαθητριών».
Επιπλέον, απαιτεί από τους/τις μαθητές/τριες να αξιολογηθούν με εργαλεία αξιολόγησης τα οποία δεν μπορούν όλοι/ες να χρησιμοποιήσουν, με των οποίων τη χρήση δεν έχουν καθόλου εξοικειωθεί, και απαιτούν εκ των προτέρων άλλη προσέγγιση της ύλης. Μάλιστα, η απόφαση αυτή θα οδηγήσει μοιραία, στις λίγες ημέρες του Δεκέμβρη και του Ιανουαρίου που απέμειναν μέχρι τη λήξη του τετραμήνου, να στριμωχθούν όλα τα διαγωνίσματα εξουθενώνοντας μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς. Όσον αφορά δε στα εργαστηριακά μαθήματα των ΕΠΑΛ, σημαντική παράμετρο της συνολικής αξιολόγησης, φαίνεται να αγνοεί εντελώς το γεγονός ότι με την ΕξΑΕ δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Είναι φανερό ότι η ηγεσία του υπουργείου, εκτός από παιδαγωγική και εκπαιδευτική άγνοια, διακατέχεται και από άγνοια της εκπαιδευτικής νομοθεσίας. Επικαλείται την ισχύουσα νομοθεσία, αλλά φαίνεται να μη γνωρίζει πώς σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση των μαθητών στο Λύκειο, σε αυτήν προβλέπεται: «Αν για λόγους αντικειμενικούς δεν πραγματοποιηθεί η ωριαία γραπτή δοκιμασία του πρώτου τετραμήνου, στο δεύτερο τετράμηνο διενεργούνται δύο (2) ωριαίες γραπτές δοκιμασίες» (παρ. 1 του αρθ.103, ν.4610/2019) και επιπλέον προβλέπεται η δυνατότητα να μην κατατεθεί βαθμολογία με αιτιολογημένη σημείωση του/της διδάσκοντα/ουσας (παρ.4 και 7 του αρθ. 103, ν.4610/2019).
Το ίδιο και για την αξιολόγηση των μαθητών του Γυμνασίου, όπου στο άρθρο 12 του Π.δ 126 ορίζεται ότι: «Αν σε ένα μάθημα για κάποιο λόγο λείπει ο βαθμός του ενός από τα δύο τετράμηνα, ως βαθμός επίδοσης για αυτό το τετράμηνο θεωρείται ο βαθμός του άλλου τετραμήνου».
Αντιθέτως, σε καμία διάταξη της κείμενης νομοθεσίας δεν προβλέπεται «τηλεαξιολόγηση» των μαθητών.
Επομένως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οι εκπαιδευτικοί δύνανται να μην βάλουν ωριαίο διαγώνισμα στο πρώτο τετράμηνο και ακόμα και να μην καταθέσουν βαθμολογία με αιτιολογημένο σημείωμά τους.
Η ΟΛΜΕ καλεί το ΥΠΑΙΘ να δείξει επιτέλους τη δέουσα σοβαρότητα και να προβεί έστω και τώρα στα αυτονόητα:
-Αναβάθμιση του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου
-Παροχή εξοπλισμού σε όσους/ες μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς δεν διαθέτουν
-Προστασία των προσωπικών δεδομένων της εκπαιδευτικής κοινότητας.
-Κάλυψη των χιλιάδων κενών των σχολείων
-Γνωστοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας για την αξιολόγηση των μαθητών/τριων, δίνοντας ξεκάθαρα τη δυνατότητα στους/στις εκπαιδευτικούς να κρίνουν κατά περίπτωση αν δύνανται να προχωρήσουν στις διαδικασίες αξιολόγησης των μαθητών/τριων τους, όταν ανοίξουν τα σχολεία
-Λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων
-Μη προσμέτρηση των απουσιών στο χαρακτηρισμό φοίτησης
-Άμεση μείωση της διδακτέας και εξεταστέας ύλης για όλες τις τάξεις και επανάληψη της εξ αποστάσεως διδαχθείσας ύλης, μόλις ανοίξουν τα σχολεία
-Κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων
-Ιεράρχηση των σκοπών και των στόχων της εκπαιδευτικής διαδικασίας για τη φετινή σχολική χρονιά προκειμένου να αμβλυνθεί όσο είναι δυνατόν το μορφωτικό κόστος της πανδημίας και να μη οξύνει ακόμα περισσότερο της ήδη υπάρχουσες μορφωτικές/εκπαιδευτικές ανισότητες.