Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας για την «μαύρη επέτειο» από την εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο

Ἐφέτος, ὡς γνωστόν, συμπληρώνονται πενήντα χρόνια ἀπό τῆς, παρά πᾶσαν ἔννοιαν δικαίου, τουρκικῆς εἰσβολῆς στήν ἀποστολοδιάβατη, ἁγιοτόκο καί μαρτυρική νῆσο τῆς Κύπρου. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπε-φάσισε νά συμμετάσχει στήν θλιβερή αὐτή ἐπέτειο μέ τήν ἀποστολή τῆς μετά χεῖρας Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου, ἡ ὁποία θά ἀναγνωσθεῖ ἀνά τήν ἑλληνική ἐπικράτεια, καί, ἀκο-λούθως, μέ τήν διοργάνωση διαφόρων ἄλλων ἐκδηλώσεων, ὅπως Ἐπιστημονικοῦ Συ-νεδρίου γιά τήν χριστιανική παράδοση τῆς Κύπρου καί τήν ἀνείπωτη καταστροφή Να-ῶν, Μονῶν καί μνημείων χριστιανικῆς λατρείας, πού προκλήθηκε ἀπό τό μένος τῶν εἰσβολέων.
Τό ἐν λόγῳ Συνέδριο θά διοργανωθεῖ ἀπό τήν Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Πολιτιστι-κῆς Ταυτότητος καί θά πραγματοποιηθεῖ, σύν Θεῷ, κατά τό πρῶτο δεκαπενθήμερο τοῦ προσεχοῦς Δεκεμβρίου.
Δυστυχῶς, κατόπιν τῆς ὡς ἄνω εἰσβολῆς, συνεχίζεται ἡ ἀπαράδεκτη κατοχή τοῦ 37% τῶν ἐδαφῶν τῆς Κύπρου. Ἐδῶ ἄς ὑπενθυμίσουμε ὅτι μετά τά δραματικά γεγονότα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1974 ἀκολούθησε μία ἀνελέητη ἐθνική ἐκκαθάριση, ἡ ὁποία, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν βίαιο ἐκτοπισμό περισσοτέρων τοῦ 1/3 τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῆς Κύπρου, τήν δολοφονία 6.000 καί πλέον ἀνθρώπων καί τήν αἰχμαλωσία ἄλλων 2.000, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων ἐξετελέσθησαν, ἀκολούθως, ἐν ψυχρῷ, ἐνῶ 1.619 παραμένουν ἀκόμη ἀγνοούμενοι.
Περισσότεροι ἀπό 520 Ναοί τῆς δεινοπαθούσης Νήσου, κοιμητήρια καί τάφοι προγό-νων καί ἄλλα σεβάσματα βεβηλώθηκαν καί ἐξακολουθοῦν νά βεβηλώνονται, δεδομέ-νου ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ εἰσβολέως εἶναι ὁ ἀφανισμός κάθε ἴχνους πού ἐπιμαρτυ-ρεῖ καί τεκμηριώνει τό ἑλληνικό καί χριστιανικό παρελθόν τῆς Κύπρου.
Ὁ Κυπριακός Λαός, καθόλη τήν διάρκεια τῆς ἄδικης, ἀπαράδεκτης καί ἀδιανόητης γιά κάθε πολιτισμένο ἔθνος καταλήψεως, βρίσκεται κυριολεκτικῶς ἐπί τῶν ἀγωνιστι-κῶν ἐπάλξεων. Ἀπαιτεῖ τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀλήθειας καί τῆς εἰρήνης. Ζητεῖ τήν ἀποχώρηση τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων κατοχῆς, καθώς καί ὅλων τῶν ἐποίκων. Ἀξιώνει τήν ἐπιστροφή τῶν ἐκτοπισθέντων Ἑλληνοκυπρίων προσφύγων στίς ἑστίες τῶν προγόνων τους, κατ’ ἐφαρμογήν τῶν ἀπαραγράπτων ἀνθρωπίνων δικαιω-μάτων καί τῶν ἀρχῶν τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὡς Ἕλληνες ὀφείλουμε στήν ἱστορία, στούς δεσμούς αἵματος καί, πρώτιστα, στήν κοινή μας πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ Χρι-στό καί τήν κοινή Μητέρα μας, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά καλλιεργοῦμε τήν συνεί-δηση ὅτι ὁ Ἑλληνισμός τῆς Κύπρου καί τῆς Ἑλλάδος εἴμαστε ἕνα σῶμα καί ἕνα πνεῦ-μα· ὅτι ἡ Κύπρος ἀποτελεῖ τό τελευταῖο προπύργιο τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Ἀνατολή· ὅ-τι ἡ Κύπρος εἶναι ἕνα μέρος τοῦ Ἔθνους μας. Μέρος τό ὁποῖο κινδυνεύει καί ἀπειλεῖ-ται διαρκῶς καί μεθοδευμένα. Γι’ αὐτό πρέπει νά βρισκόμαστε μέ κάθε τρόπο στό πλευρό τῶν Κυπρίων ἀδελφῶν μας. Μάλιστα, εἶναι ἰδιαιτέρως συγκινητικό ὅτι ὁ Μα-καριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Γεώργιος καί ἡ περί Αὐτόν Ἱερά Σύνοδος, κα-θώς καί ὁ Χριστεπώνυμος Κυπριακός λαός, σέ σχετική ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνο-δο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εὐχαριστοῦν τήν Ἐκκλησία μας καί ὁλόκληρο τόν Ἑλ-ληνικό λαό γιά τήν συνεχῆ καί σταθερή ὑποστήριξη τῆς Ἑλλάδος στά δίκαια καί αὐτο-νόητα αἰτήματά τους καί τούς ἀγῶνες τους γιά τήν ἐπικράτηση τῆς νομιμότητας καί τήν ἀποκατάσταση τοῦ δικαίου ὑπέρ τῆς ἡρωοθρέμμονος Κύπρου.
Χάριν τῆς ἱστορίας ἄς ἀναφέρουμε ὅτι καί οἱ Κύπριοι ἀδελφοί μας συμμετεῖχαν στούς ἀγῶνες τῆς Ἑλλάδος ἔναντι τῶν ποικίλων ἐχθρῶν της, παρά τίς ἀντίξοες συνθῆ-κες. Ἐπί παραδείγματι, ὁ ἐθνομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός (1756 – 1821) εἶχε ἀλληλογραφία μέ τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη κατά τήν διάρκεια προετοιμα-σίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Τόσο ὁ ἴδιος, ὅσο καί ἄλλοι κληρικοί καί προύχοντες τῆς Κύπρου μυήθηκαν στήν Φιλική Ἑταιρία καί συνέβαλαν στόν Ἀγῶ-να ὄχι μόνο μέ χρηματική βοήθεια, ἀλλά καί μέ τήν κρυφή ἔλευση πολλῶν Κυπρίων στήν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι πότισαν μέ τό αἷμα τους τό δένδρο τῆς Ἐλευθερίας. Ἡ μαρτυ-ρική μεγαλόνησος Κύπρος εἶχε συνείδηση τοῦ Πανελληνίου χαρακτήρα τῆς Ἐθνεγερ-σίας, ἐξαιτίας τῆς ἑλληνικότητος τῆς Κυπριακῆς ψυχῆς. Μόνο στήν ἄτυχη μάχη τῶν Ἀ-θηνῶν τό 1827, ἑκατόν τριάντα παλληκάρια τῆς Κύπρου ἔδωσαν τήν ζωή τους γιά τόν κοινό ἀγῶνα καί τήν Ἐλευθερία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τό ἴδιο ἔπραξαν Ἕλληνες Κύπριοι καί στούς Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912 – 1913, στόν Αὐτονομιακό Ἀγῶνα τῆς Βορείου Ἠπείρου τό 1914 καί στήν ἐπική ἐξόρμηση τοῦ 1940. Τό αἷμα τους χύθηκε ὡς σπονδή στόν βωμό τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἡ Ἐκκλησία μας δέν παύει νά προσεύχεται γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο· καί δέν παύει νά μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι μόνο μέ τήν ἀφομοίωση τοῦ Εὐαγγελικοῦ πνεύματος, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος θά παύσει νά ἀδικεῖ, νά φονεύει, νά καταπατεῖ τό δίκαιο, νά φι-μώνει τήν ἀλήθεια, νά φυγαδεύει τήν ἐλευθερία. Ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται μέ τήν δύνα-μη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τόν ἐξανθρωπισμό τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά γίνει ἡ γῆ Πα-ράδεισος καί πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἄς εὐχηθοῦμε οἱ θυσίες τῶν Κυπρίων ἀδελφῶν μας γιά τήν Ἐλευθερία νά δικαιω-θοῦν οὐσιαστικά. Κάτι πού θά γίνει μόνον ὅταν ὁ Ἑλληνισμός τῆς Κύπρου κατορθώ-σει νά ζήσει ἀληθινά ἐλεύθερος, ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν στρατιωτική κατοχή καί ἀπό ἄλλες μορφές ἐπαχθῶν ἀνελεύθερων ἐξαρτήσεων.