Αποφασιστικός για τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα εμφανίστηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Είμαι αρκετά έμπειρος στην πολιτική για να ξέρω ότι οι κυβερνήσεις έχουν συχνά ένα μήνα του μέλιτος», ήταν η απάντηση που έδωσε ο ίδιος όταν ρωτήθηκε στη μαραθώνια συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Κυριακή για τις δημοσκοπήσεις οι οποίες δείχνουν ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό.
«Ο σκοπός μας είναι ο μήνας να γίνει τετραετία του μέλιτος, να είμαστε μία εξαίρεση από τον κανόνα», επεσήμανε ο πρωθυπουργός, προσθέτοντας την πεποίθησή του ότι «δεν θα βρείτε πολλές κυβερνήσεις που να ξεκίνησαν τόσο καλά προετοιμασμένες και να παρήγαγαν έργο τόσο γρήγορα».
«Για μένα το ζητούμενο είναι να διατηρήσουμε αυτούς τους καλούς ρυθμούς, αυτό το momentum», υπογράμμισε. Το momentum, ωστόσο, εξήγησε «δεν είναι κάτι που έρχεται θεόσταλτο. Το momentum είναι καλή προετοιμασία. Αν έχουμε μία καλή δυναμική σε αυτό οφείλεται».
Ο πρωθυπουργός διαμήνυσε ταυτόχρονα ότι δεν πρόκειται να… πατήσει φρένο στην εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος. «Το πόδι θα είναι στο γκάζι και θα τρέχουμε γρήγορα γιατί η κοινωνία έχει απαιτήσεις και τα προβλήματα είναι πολλά και πρέπει να τα λύσουμε», είπε. «Θα είμαστε πολύ ειλικρινείς. Και λάθη θα γίνουν και κάθε χρόνο θα βρισκόμαστε εδώ (σ.σ.: στη ΔΕΘ) να κάνουμε απολογισμό».
«Όχι» σε «βιομηχανία Εξεταστικών»
Αποφεύγοντας τις αντιπαραθέσεις με τους πολιτικούς αντιπάλους τους, έδειξε διατεθειμένος να κλείσει τους λογαριασμούς του παρελθόντος. «Δεν έχω πρόθεση να μετατρέψω τη Βουλή σε βιομηχανία εξεταστικών. Νομίζω ότι αυτό το οποίο ζητούν οι πολίτες από εμάς σήμερα είναι να δώσουμε λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα και να κοιτάξουμε μπροστά και όχι πίσω», απάντησε στο ερώτημα αν προτίθεται να ζητήσει διερεύνηση για όσα έγιναν στη χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Η δική του έμφαση, είπε, «θα είναι στο να κοιτάξω προς το μέλλον και όχι να επιστρέψω σε ένα παρελθόν το οποίο ήταν εξαιρετικά επώδυνο για τη χώρα. Και νομίζω ότι σιγά – σιγά κλείνουμε και τα κεφάλαια αυτής της περιόδου. Τελειώσαμε με τα capital controls οριστικά. Από τη στιγμή που θα πετύχουμε και το στόχο μας για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, θα έχουμε αφήσει πίσω μας και το τελευταίο απομεινάρι το οποίο κληρονομήσαμε οικονομικά από αυτή την τραυματική περίοδο».
Ο πρωθυπουργός δεν άνοιξε τα χαρτιά του στο θέμα της προεδρικής εκλογής, το οποίο συνέδεσε με τη συνταγματική αναθεώρηση που θα μπει στην τελική ευθεία από τα τέλη Σεπτεμβρίου, με στόχο να αποσυνδεθεί η διάλυση της Βουλής από την αδυναμία εκλογής προέδρου με αυξημένη πλειοψηφία. «Κάθε πράγμα στον καιρό του», απάντησε στο ερώτημα για το ποιον θα προτείνει για το αξίωμα του Προέδρου.
Ζήτησε, πάντως, να ψηφιστεί συναινετικά από όλους τους βουλευτές η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης που θα διευκολύνει τους Έλληνες που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και διαμένουν στο εξωτερικό να ψηφίσουν από τον τόπο διαμονής τους, καθιερώνοντας και ο δικαίωμα επιστολής ψήφου.
«Με το που θα είμαστε απολύτως έτοιμοι θα καλέσω και τους πολιτικούς αρχηγούς να τους ενημερώσω για την πρωτοβουλία μου και να συζητήσουμε κατ’ ιδίαν τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να έχουν», είπε. «Αλλά θεωρώ ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία αυτή τη στιγμή και σ’ αυτή τη συγκυρία αυτό να μην γίνει πράξη».
«Ισχυρή ανάπτυξη»
Υπερασπιζόμενος την πολιτική της κυβέρνησής του επέμεινε ότι είναι απολύτως συνεπής με τις προεκλογικές του δεσμεύσεις. «Είναι μια πολιτική η οποία δεν θέτει σε καμία περίπτωση σε κίνδυνο την ανάγκη να διατηρούμε την δημοσιονομική πειθαρχία. Είναι μια πολιτική η οποία δεν εστιάζει μόνο στις μειώσεις φόρων και στην στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά δίνει πρωταρχική σημασία στην ισχυρή ανάπτυξη» τόνισε.
Η ισχυρή ανάπτυξη, επεσήμανε ο πρωθυπουργός «θα έρθει μόνο μέσα από κύμα ιδιωτικών επενδύσεων, ξένων, αλλά και εγχώριων, που θα δημιουργήσουν πολλές θέσεις εργασίας και θα εξασφαλίσουν καλούς μισθούς σε όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες».
Ο ίδιος επέμεινε ότι η πολιτική την οποία εφαρμόζει η κυβέρνησή του «είναι πολύ διαφορετική από αυτή που ακολούθησε η προηγούμενη κυβέρνηση». Ενώ σε μια από τις ελάχιστες φορές που άσκησε κριτική στους προκατόχους της κυβερνητικής εξουσίας υποστήριξε ότι «η κατάσταση που παραλάβαμε στα δημόσια οικονομικά δεν ήταν τόσο ρόδινη όσο παρουσιαζόταν».
Μπορούμε να υλοποιήσουμε τους στόχους και τις δεσμεύσεις μας επειδή τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και εκτιμώ αυτό θα συνεχιστεί και καθ’ όλη την διάρκεια του 19, είπε, «είχαμε υπεραπόδοση στα έσοδα. Και αυτό σημαίνει ότι κάτι αλλάζει ως προς το κλίμα της οικονομίας. Οι οικονομικοί δείκτες ανταποκρίνονται θετικά στην πολιτική της κυβέρνησης και, κατά συνέπεια, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2019 και σίγουρα το 2020, η ανάπτυξη την οποία προσδοκούμε θα είναι ισχυρή».
«Ευχάριστη έκπληξη»
Διαβεβαίωσε ότι είναι στις προθέσεις του να συνεχίσει την πολιτική της απαλλαγής των πολιτών από τα υπέρογκα φορολογικά βάρη που επωμίστηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά εξήγησε ότι αυτό θα γίνεται κάθε φορά που δημιουργείται ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος. «Η Ελλάδα θα είναι η ευχάριστη έκπληξη της Ευρωζώνης την επόμενη τριετία», ανέφερε εμφανιζόμενος βέβαιος ότι το πλαίσιο πολιτικών που σχεδιάζει η κυβέρνηση «θα μας επιτρέψει να υλοποιήσουμε τον στόχο μας για ισχυρή ανάπτυξη».
Αποκρούοντας την κριτική που δέχεται για την τακτική διεκδίκησης του στόχου της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, ανέφερε ότι «το να μας ασκεί κριτική ο ΣΥΡΙΖΑ για την τακτική της διαπραγμάτευσης προσβάλει λίγο τη μνήμη των πολιτών». Όπως είπε, «όλοι θυμόμαστε πού μας οδήγησε η περήφανη διαπραγματευτική τακτική του πρώτου εξαμήνου του 2015», και «τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% εξακολουθούν και είναι μια ζωντανή υπενθύμιση του τι έγινε στη χώρα αυτούς τους καταστροφικούς έξι μήνες».
Θύμισε ότι όταν μας ζητήθηκαν τα πλεονάσματα του 3,5% αυτό είχε γίνει τότε για δύο λόγους: Ο ένας ήταν διότι χρειαζόμασταν υψηλά πλεονάσματα για να ξεπληρώσουμε το χρέος μας. Ναι, αλλά τώρα είμαστε σ’ ένα διαφορετικό περιβάλλον πολύ χαμηλότερων επιτοκίων. Ο δεύτερος λόγος ήταν η πολιτική αναξιοπιστία της προηγούμενης κυβέρνησης. Πρόσθεσε ότι με τη νίκη της ΝΔ αυτή η αμφιβολία και η επιφύλαξη δεν υπάρχει.
Ο ίδιος θεώρησε ως πάρα πολύ σημαντικό επιχείρημα ότι όσο πιο χαμηλοί είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η αποπληρωμή του χρέους. «Η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει ότι μπορεί να πετύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Και οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης, όταν μπαίνουν ως μεταβλητή σε μια ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, καθιστούν αυτόματα το χρέος μας πολύ πιο βιώσιμο», είπε.
Τι διαμήνυσε σε Ερντογάν, Ζάεφ και Ράμα
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο πρωθυπουργός επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να συναντήσει τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στα Ηνωμένα Έθνη, στα τέλη Σεπτεμβρίου. «Προσερχόμαστε σε αυτή τη διαπραγμάτευση και με αποφασιστικότητα και με τη βεβαιότητα ότι το Διεθνές Δίκαιο είναι με το μέρος μας και βέβαια μη συγχέοντας σε επίπεδο διμερών σχέσεων ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη», είπε.
Θυμίζοντας ότι για τις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει υπάρξει ευρωπαϊκή αντίδραση, όπως επίσης και ότι το Προσφυγικό είναι ευρωπαϊκό και όχι αποκλειστικά διμερές πρόβλημα, ο πρωθυπουργός σημείωσε: «Ο κ. Ερντογάν πρέπει να καταλάβει ότι δεν νοείται να απειλεί την Ελλάδα και την Ευρώπη εκμαιεύοντας ή προσπαθώντας να εξασφαλίσει περισσότερους πόρους για την διαχείριση του προσφυγικού. Η Ευρώπη έδωσε πολλά χρήματα στην Τουρκία. 6 δισ. ευρώ, τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο μιας σωστής Συμφωνίας η οποία έγινε μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας, που ήταν αμοιβαία ωφέλιμη για την Ευρώπη και για την Τουρκία. Αν χρειάζεται να συζητήσουμε καλή τη πίστει με την Τουρκία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το πώς αυτή η συμφωνία οικονομικά μπορεί να επεκταθεί, πρέπει να γίνει αυτή η συζήτηση. Όχι, όμως, με απειλές, όχι με τσαμπουκάδες και όχι με μια γλώσσα η οποία δεν ταιριάζει σε σχέσεις καλής γειτονίας».
«Αν ο κ. Ερντογάν έχει πραγματική διάθεση να κάνει μια ουσιαστική επανεκκίνηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει πια να το αποδείξει έμπρακτα», κατέληξε.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, εξάλλου, απηύθυνε μηνύματα και στις πολιτικές ηγεσίες των Σκοπίων και των Τιράνων. Ερωτώμενος για την Συμφωνία των Πρεσπών επέμεινε στον προεκλογικό χαρακτηρισμό ότι είναι «εθνικά επιζήμια συμφωνία». Πρόσθεσε επίσης ότι η συμφωνία αυτή είναι μία κυρωμένη συμφωνία από την Ελληνική Βουλή και, κατά συνέπεια, δεν αλλάζει κατά το δοκούν».
Αυτή τη διαπίστωση, συνέχισε την είχα κάνει όταν είχα μιλήσει στη Βουλή, θέτοντας όλους τους βουλευτές προ των ευθυνών τους, όταν κάναμε και την πρόταση δυσπιστίας, αλλά και όταν ψηφίσαμε τελικά για την ίδια τη συμφωνία στη Βουλή. Είχαμε πει ότι αν η Συμφωνία κυρωθεί, πάρα πολύ δύσκολα μπορεί να αλλάξει. Ούτε η ίδια η Συμφωνία προβλέπει διαδικασίες τροποποίησής της, παρά μόνο έλεγχο της εφαρμογής της».
Εξήγησε ότι η κυβέρνησή του προετοιμάζει «ένα μεγάλο αναπτυξιακό άλμα στο μέλλον» που θα μετατρέψει τη Μακεδονία, τη Βόρεια Ελλάδα, σε «αναπτυξιακή ατμομηχανή της χώρας και των Βαλκανίων συνολικά». Στόχος, όπως είπε να προστατευούν τα μακεδονικά προϊόντα και «όταν ο άλλος ακούει Μακεδονία να σκέφτεται τη Μακεδονία μας, την πραγματική Μακεδονία, την αυθεντική Μακεδονία».
«Δεν έχει προβλεφθεί ακόμα κάποια συνάντηση με τον κ Ζάεφ, αλλά προφανώς κάποια στιγμή θα τον συναντήσω», κατέληξε.
Με αυστηρότητα μίλησε, τέλος, ο Έλληνας πρωθυπουργός απευθυνόμενος προς τα Τίρανα και τη στάση που τηρεί η κυβέρνηση Ράμα απέναντι στην ελληνική εθνική μειονότητα στη γειτονική Αλβανία. «Δεν πρόκειται η Ελλάδα να συναινέσει σε έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία, εάν δεν δω έμπρακτα μέτρα τα οποία θα αίρουν διακρίσεις οι οποίες γίνονται εις βάρος της εθνικής ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία», ανέφερε.
Και συμπλήρωσε: «Είμαι απολύτως ξεκάθαρος στο ζήτημα αυτό. Το έθεσα και στον κύριο Μακρόν και στον κύριο Ρούτε και στην Καγκελάριο Μέρκελ επειδή επίκειται συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβριο. Δεν είμαστε εκεί ακόμα. Θα πρέπει να δούμε έμπρακτη αλλαγή στάσης της αλβανικής κυβέρνησης απέναντι στην εθνική ελληνική μειονότητα».