Ναπ. Ντίνος: «Δεν υπάρχει κλινικός τρόπος διάκρισης– Εργαστηριακή η διάγνωση – Φερθείτε σαν φορείς του κορωνοϊού»
Πληθαίνουν τα ερωτήματα πολιτών στο διαδίκτυο, αναφορικά στο πως μπορεί κάποιος να διακρίνει αν νοσήσει από την εποχική γρίπη (ενόψει της χειμερινής περιόδου) ή από κορωνοϊό, δεδομένου ότι τα συμπτώματα του ενός, μοιάζουν με αυτά του άλλου ιού
Κάτι που όμως είναι ανέφικτο, αφού δεν υπάρχει κλινικός τρόπος διάκρισης, όπως εξηγεί στην «Θ» ο Ειδικός Παθολόγος και πρώην Επιμελητής της Μονάδας Ειδικών Λοιμώξεων του Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης κ. Ναπολέων Ντίνος, ο οποίος παράλληλα τονίζει μεταξύ άλλων ότι «κάποιος που έχει συμπτώματα πρέπει να θεωρήσει ότι έχει κορωνοϊό» και μιλά για το εμβόλιο της γρίπης αλλά και το πολυαναμενόμενο εμβόλιο του κορωνοϊού, ενώ δεν παραλείπει να σταθεί και στην σημασία των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης έναντι του CoviD – 19.
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΓΡΙΠΗΣ ΚΑΙ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ – ΚΟΙΝΗ Η ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ – ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ»
Αναλυτικότερα ο κ. Ντίνος ανέφερε στην «Θ» ότι «πολύ καλά και δύσκολα ομολογουμένως τα ερωτήματά σας και σηματοδοτούν τον δύσκολο χειμώνα που θα έχουμε. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τρόπος διάκρισης ανάμεσα στον κορωνοϊό και στις άλλες εποχιακές λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, μεταξύ των οποίων και οι κοινή γρίπη. Στους ευπαθείς, όλα έχουν μια πιο βαριά εικόνα και ο κορωνοϊός ακόμη περισσότερο. Στους μη ευπαθείς, όλα μπορεί να μοιάζουν μεταξύ τους και να είναι ένα κοινό συνάχι, λίγα δέκατα, λίγος βήχας (κάτι που σε δυο – τρεις μέρες θα περάσει). Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι είναι κορωνοϊός, τι είναι γρίπη ή τι είναι ένα άλλο ευκαιριακό κρυολόγημα. Δεν υπάρχει τρόπος διάκρισης, κλινικά, με βάση την συμπτωματολογία. Κυκλοφορούν διάφορα «χαζά» στο διαδίκτυο (ότι αν πονούν οι μύες είναι «αυτό» και ότι αν δεν πονούν είναι κάτι άλλο) αλλά είναι πραγματικά ανοησίες. Δεν υπάρχει τρόπος κλινικής διάγνωσης του ενός από το άλλο, ούτε από τον πιο έμπειρο ιατρό, όχι από το facebook και το διαδίκτυο. Άρα η διάγνωση τόσο της γρίπης όσο και του κορωνοϊού, είναι εργαστηριακή».
«ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΣΕΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙ… ΚΟΡΩΝΟΪΟ»
«Είναι χειμώνας και πολλοί άνθρωποι έχουν μια λοίμωξη. Πως μπορούμε να ξέρουμε; Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Άρα κάποιος ο οποίος έχει συμπτώματα, πρέπει να θεωρήσει τον εαυτό του ότι έχει κορωνοϊό. Δεν υπάρχει τρόπος να το διακρίνει. Σαφώς και όταν είναι κάτι «καραμπινάτο» όπως μια πυώδης αμυγδαλίτιδα ή μια βρογχίτιδα (που έχει τα χαρακτηριστικά ακροαστικά), ένας γιατρός μπορεί να το διακρίνει αν και σε αυτήν την περίπτωση και ο κορωνοϊός μπορεί να έχει μια εικόνα βρογχίτιδας. Άρα όποιος έχει εικόνα λοίμωξης αναπνευστικού, πρέπει να θεωρήσει για τον εαυτό του – ως υπεύθυνος πολίτης- έναντι στους ανθρώπους που αγαπά πρωτίστως και στους ευπαθείς συνανθρώπους του, ότι έχει κορωνοϊό και πρέπει ή να αναζητήσει ιατρική γνώμη (που πάντα είναι πολύτιμη) ή να μείνει σπίτι, απομονωμένος μέχρις ώτου περάσουν τα συμπτώματα του και μείνει τελείως ελεύθερος συμπτωμάτων τρεις ημέρες. Τότε θεωρείται ότι μπορεί να επιστρέψει στην δουλειά, ακόμη και αν είχε κορωνοϊό, με την έννοια ότι ο οργανισμός του περιχαράκωσε την νόσο και πλέον δεν μεταδίδει ή μετά θα πρέπει να ανατρέξει να κάνει ή σε κάποιο ιδιωτικό εργαστήριο, με ένα κόστος που δεν είναι αμελητέο (σ.σ. για τεστ PCR) ή θα πρέπει να επωμίσει στο νοσοκομείο. Αυτό έχει μια μεγαλύτερη σημασία σε ανθρώπους οι οποίοι έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους (δημόσιο, τράπεζες κ.α.) ή σε ανθρώπους που συγχρωτίζονται με ευπαθείς ομάδες (παππούς, γιαγιά που ζουν στο ίδιο σπίτι και εμφανίζουν συμπτώματα» επισήμανε επίσης ο κ. Ντίνος, υπογραμμίζοντας ότι «το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς βέβαια είναι να συμβουλευθεί τον γιατρό του, γιατί ο γιατρός θα ξέρει κάτι παραπάνω ή να καθίσει σπίτι απομονωμένος από τους άλλους μέχρι να είναι ελεύθερος συμπτωμάτων τρεις μέρες».
«ΜΕΓΑΛΗ Η ΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΒΟΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΡΙΠΗ – ΕΜΒΟΛΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΑ ΕΥΠΑΘΕΙΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ»
Αναφορικά με το εμβόλιο της γρίπης, ο ίδιος τόνισε ότι «τα εμβόλια της γρίπης περίσσευαν και φέτος δεν τα προλαβαίνουμε. Έχει μεγάλη ζήτηση το εμβόλιο της γρίπης και η βασική οδηγία είναι ότι πρώτα εμβολιάζουμε τις ευπαθείς ομάδες. Οι ευπαθείς είναι συγκεκριμένες ομάδες. Κάποιοι βέβαια μπορεί να μην είναι ευπαθείς αλλά να έχουν ιδιαίτερες ενδείξεις, όπως για παράδειγμα για άτομα που ασχολούνται με χοίρους ή παιδιά που λαμβάνουν μακροχρονίως ασπιρίνη ή κλειστοί πληθυσμοί, δηλαδή άτομα που ζουν όλη μέρα μαζί στον ίδιο χώρο (στρατός, φυλακή, μετανάστες, πρόσφυγες). Αυτοί πρέπει να εμβολιαστούν πρώτοι. Αν περισσεύσουν εμβόλια από αυτούς, στην συνέχεια κατά την διάρκεια της χρονιάς, ας εμβολιαστούν και οι υπόλοιποι, λιγότερο ευπαθείς».
«ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΠΟΛΥ Η ΓΡΙΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ – ΤΗΡΗΣΤΕ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΡΙΠΗ»
Κλείνοντας ο κ. Ντίνος σημείωσε ότι «οι δύο ιοί (σ.σ. ιός της γρίπης και κορωνοϊός) ως προς την συμπεριφορά τους, δηλαδή ως προς την μετάδοση και ως προς την κλινική εικόνα, μοιάζουν πάρα πολύ. Μεταδίδονται με πανομοιότυπο τρόπο, οπότε ο,τι εμποδίζει το ένα, εμποδίζει και το άλλο. Άρα αν φοράμε τις μάσκες μας, δεν συγχρωτιζόμαστε και μένουμε μακριά από κλειστούς χώρους, δεν θα νοσήσουμε ούτε από το ένα ούτε από το άλλο. Βασικοί κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης και μάσκας όταν είμαστε με άλλους, για να μην το μεταφέρουμε άθελά μας. Μπορεί να είναι και μια απλή γρίπη, σε ένα παιδάκι και να περάσει σε μια μέρα, αλλά στον ηλικιωμένο δεν είναι έτσι τα πράγματα. Το ζητούμενο μέγεθος είναι το πόσο θα φορτωθεί το σύστημα υγείας. Ιστορικό παράδειγμα από «μια απλή γρίπη», την Ισπανική του 1918 που ήταν μια απλή γρίπη και σκότωσε 22 εκατομύρια ανθρώπους, περισσότερους απο τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι θα πει λοιπόν μια «απλή γρίπη»; Δεν υπάρχει απλή γρίπη όταν δεν υπάρχει ανοσία μέσα στον πληθυσμό. Εκείνη την εποχή, δεν πήγαιναν στα νοσοκομεία. Την σημερινή εποχή, εκείνα τα 22 εκατομμύρια, θα είχαν έρθει και έτσι θα είχε «φρακάρει» το νοσοκομειακό σύστημα και δεν θα μπορούσε να εκτελεί καμία άλλη λειτουργία. Αυτή είναι η πρόκληση της εποχές. Να προφυλάξουμε το νοσοκομειακό σύστημα διότι και εκεί χωλαίνει το πράγμα. Τόσο το νοσοκομειακό σύστημα καθεαυτό δεν έχει την «ευρωστία» της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας (ενδεχομένως) όσο και από πλευράς αριθμών δεν έχουμε κρεβάτια. Ήδη αν τον Οκτώβρη έχουμε 100 κρεβάτια ΜΕΘ, προβληματίζεται κανείς για τον Γενάρη και τον Φλεβάρη, αν θα χρειαστούν 500. Είναι πολλά τα κρεβάτια (σ.σ. τα γεμάτα) για την εποχή. Δεν θα έπρεπε να είναι τόσα πολλά. Πρέπει να ακολουθούμε ευλαβικά την κοινωνική αποστασιοποίηση».