Οι εκτιμήσεις ενός ειδικού εκπαίδευσης πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις
Τη σχολή που βρίσκεται κοντά στο σπίτι τους ή αυτή «που τους αρέσει» -και όχι αναγκαστικά όποια θα τους εξασφαλίσει την επαγγελματική αποκατάσταση- εκτιμάται ότι θα επιλέξουν κατά κύριο λόγο στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις οι υποψήφιοι φοιτητές, όπως επισημαίνει στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, «Πρακτορείο 104,9 FM», ο ειδικός εκπαίδευσης, Χρήστος Κάτσικας. Κατά τον ίδιο, οι βάσεις των σχολών Επιστημών Υγείας και της Νομικής θα κινηθούν με βεβαιότητα ανοδικά.
Σχολιάζοντας την επιδίωξη των υποψηφίων «να μπουν σε μια σχολή που τους αρέσει», ο κ. Κάτσικας επισημάνει ότι αυτή αποτελεί στρατηγική επιλογή που έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν σπουδαστές και οικογενειακός πυρήνας στόχευαν σχεδόν αποκλειστικά στις σχολές που μπορούσαν να εξασφαλίσουν επαγγελματική αποκατάσταση. Όσο για το πλέον νεωτερικό στοιχείο της φετινής χρονιάς, το γεγονός του ότι τα Παιδαγωγικά «μοιράζονται και στα τέσσερα επιστημονικά πεδία», ο ίδιος διατυπώνει την εκτίμηση ότι πρόκειται να έχει μια σχετική επίδραση στις βάσεις των εν λόγω σχολών. Παραθέτει ταυτόχρονα και τους παράγοντας που ωθούν «σε πτώση των βάσεων» για τις περισσότερες σχολές.
Τι εκτιμάτε ότι θα αλλάξει φέτος στις κατευθύνσεις των υποψηφίων;
Οι επιλογές των υποψηφίων δεν αλλάζουν πάρα πολύ γρήγορα, αλλάζουν μόνο σταδιακά, αν υπάρχει κάποια αλλαγή στην αγορά εργασίας. Μπορούμε να προβλέψουμε και φέτος πρώτες σχολές σε ζήτηση από του υποψήφιους θα είναι η Ιατρική και η Νομική, αυτό είναι σίγουρο. Εάν κοιτάξει κάποιος το πέρασμα του χρόνου, θα δει ότι κατά καιρούς μπήκαν μπροστά (σ.σ στις προτιμήσεις) σχολές όπως τα Παιδαγωγικά. Εάν γυρίσουμε πέντε με έξι χρόνια πίσω θα δούμε κατευθύνσεις όπως η Πληροφορική, εάν γυρίσουμε πίσω μια δεκαετία ή και παλαιότερα, θα δούμε προτίμηση σε σχολές όπως η Κοινωνιολογία. Σήμερα φαίνεται παράδοξο, αλλά το 1985 με 1986, όταν οι κοινωνιολόγοι ήταν οι πρώτοι που έβγαιναν από το Πανεπιστήμιο και διορίζονταν απευθείας στη Μέση Εκπαίδευση, που τότε άνοιξε για πρώτη φορά για αυτούς, η Σχολή της Κοινωνιολογίας έγινε πρώτη σε ζήτηση στην Ελλάδα.
Παραδοσιακά μεγάλη ζήτηση έχουν οι πολυτεχνικές σχολές, οι αρχιτέκτονες και οι άλλες ειδικότητες μηχανικών, παρόλο που τα τελευταία δέκα χρόνια τα επαγγέλματα αυτά, όπως και όλα άλλωστε, έχουν χτυπηθεί. Ταυτόχρονα, βλέπουμε τα τελευταία 7-8 χρόνια μια στροφή παιδιών σε σχολές των ΤΕΙ που έχουν σχέση είτε με τα επαγγέλματα υγείας είτε με τα τεχνικά επαγγέλματα, τα οποία σε σχέση με τις θεωρητικές σχολές έχουν μικρότερη δυσκολία πρόσβασης στην αγορά εργασίας.
Μπορούμε να αναμένουμε ότι θα επιδράσει στις προτιμήσεις των υποψηφίων η ζήτηση για ειδικευμένους τεχνίτες, που παρατηρείται στην αγορά;
Για φέτος η επίδραση θα είναι πάρα πολύ μικρή, περιμένουμε και φέτος εκτός από την Ιατρική και τη Νομική να υπάρχει ένα «τσίμπημα» προς τα πάνω ορισμένων ΤΕΙ, που έχουν απομείνει σε ό,τι αφορά τις ειδικότητες, κυρίως τις επιστήμες Υγείας. Η αλήθεια είναι ότι εκείνο που αυτή τη στιγμή είναι στο μυαλό των υποψηφίων, είναι είτε να μπουν σε μια σχολή που τους αρέσει και είναι οπωσδήποτε κοντά στον τόπο διαμονής – κριτήριο που γίνεται βασικό στην επιλογή των σχολών – είτε να μπουν σε κλασικές σχολές, γνωστές, οι οποίες δεν υπόσχονται – όπως δεν υπόσχεται καμία- κάποια επαγγελματική αποκατάσταση, όμως αυτό πιθανό να είναι κάτι που τους αρέσει που τους ταιριάζει πιο πολύ. Το ζήτημα της επαγγελματικής αποκατάστασης δεν μπορούν να το λύσουν τώρα, οπότε το αφήνουν για το μέλλον, για κάποια μεταπτυχιακή εκπαίδευση κ.ο.κ.
Διανύουμε δηλαδή μια περίοδο που ξεπερνά την «τάση» της περασμένης δεκαετίας για επιλογή μόνο σχολών με άμεση επαγγελματική αποκατάσταση; Υποψήφιοι και γονείς διαλέγουν εκ νέου τη σχολή της «καρδιάς» του μαθητή;
Βεβαίως, έχετε απόλυτο δίκιο, αυτό είναι μια ιδέα που γίνεται πεποίθηση, διότι ο περισσότερος κόσμος έχει εσωτερικεύσει ότι καμία σχολή σήμερα (δεν εξασφαλίζει) ότι «με το που τελειώνεις θα βρεις μια δουλειά σε εκείνο το επάγγελμα». Έτσι έχουμε ένα τέτοιο «γύρισμα» στις επιλογές, το 100%, η μεγάλη πλειονότητα των υποψηφίων, εξετάζει το να είναι η σχολή στον τόπο μόνιμης κατοικίας. Παλαιότερα, πάρα πολλά νοικοκυριά είχαν μια προοπτική που συνοψιζόταν στο να πάει το παιδί στη σχολή που θέλει, ακόμη και αν περάσει άσχημα η μητέρα και ο πατέρας.
Αυτό συνέβαινε γιατί ήξεραν πως η «επένδυση» που θα έκαναν θα έχει μια άμεση απόδοση. Από τη στιγμή που αυτό έπαψε οι γονείς δεν είναι ιδιαίτερα πιεστικοί στο να μπει το παιδί σε μια σχολή συγκεκριμένη, αλλά κυρίως στο να μπει σε μια σχολή, που μακάρι να είναι αυτό που θέλει, αλλά να είναι και κοντά στον τόπο κατοικίας. Εάν δεν είναι στον τόπο μόνιμης κατοικίας, δύσκολα πλέον βάζει ο υποψήφιος επιλογή, εκτός και επιλέγει (σ.σ μετά την πρώτη του επιλογή) άλλες σχολές, δεύτερης, τρίτης προτίμησης.
Με τα παραπάνω δεδομένα, λογικά, θα πρέπει να «αποφορτιστούν» φέτος και κάποιες σχολές…
Φέτος έχουμε τρεις παραμέτρους οι οποίες «σπρώχνουν» σε μια πτώση των βάσεων, γενικευμένη όχι για όλες, αλλά για τις περισσότερες. Ο πρώτος παράγοντας είναι πως έχουμε 4.000 θέσεις (εισακτέων) περισσότερες από πέρυσι, ο δεύτερος είναι ότι έχουμε σχολές στην Αθήνα, που ήταν πρώην ΤΕΙ και που τώρα ονομάζονται πανεπιστήμιο και έχουν έναν ακόμη λόγο, αυτοί που για παράδειγμα βρίσκονται στην Αθήνα, να προτιμήσουν το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αθήνας που προηγουμένως ήταν δύο ΤΕΙ.
Υπάρχει τέλος και ένας τρίτος παράγοντας και αυτός είναι ότι τα Παιδαγωγικά μοιράζονται και στα τέσσερα Επιστημονικά Πεδία και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε μόνο στα Παιδαγωγικά, μαζί με κάποιες άλλες νησίδες σχολών, ένα «τσίμπημα» προς τα πάνω των βάσεων γιατί τώρα έχουν τη δυνατότητα να τα διαλέξουν όλοι και είναι πολύ πιθανόν παιδιά με υψηλότερη βαθμολογία που παλιά αποκλείονταν από τα Παιδαγωγικά, τώρα να τα επιλέξουν και να σπρώξουν λίγο τις βάσεις προς τα επάνω.
Πώς βλέπετε το μέλλον σε ό,τι αφορά την εισαγωγή των υποψηφίων στην Ανώτατη Εκπαίδευση;
Η εμπειρία δείχνει ότι οι εξετάσεις αυτές της μετάβασης από τη μια βαθμίδα στην άλλη, μπορεί να αλλάζουν ονομασία ή κάποια χαρακτηριστικά ποσοτικά, ωστόσο δεν έχουμε μια εμπειρία που να λέει ότι αυτό (σ.σ. η διαδικασία εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με τη διενέργεια εξετάσεων όπως οι πανελλαδικές) μπορεί να αλλάξει.
Όσο στην κοινωνία υπάρχουν θέσεις εργασίας του «Λευκού Κολάρου» (σ.σ White Collar Jobs, δουλειές δηλαδή σε συνθήκες γραφείου) και θέσεις εργασίας χειρωνακτικές (σ.σ.Blue Collar Jobs), που αμείβονται με καλύτερο ή χειρότερο τρόπο, πάντα στην Ανώτατη Εκπαίδευση θα υπάρχει μια «σημαντική κρίση», ακριβώς ώστε το σύστημα να αντιστοιχεί τους υποψηφίους με τις θέσεις εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι στο σύστημα που ζούμε εξετάσεις θα έχουμε πάντοτε.