της Παναγιώτας Παπανάγνου, διδάκτορος Ιατρικής Αθηνών
Οι δύο μέχρι πρότινος κυβερνητικοί εταίροι είχαν όπως έγινε πασιφανές προσυμφωνήσει να καρπωθούν πολιτικά από κοινού τα υποτιθέμενα θετικά μέτρα μετά την 21η Αυγούστου που για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σήμανε και την έξοδο από τη μνημονιακή εποπτεία για ένα βραχύ έστω χρονικό διάστημα. Ο πολιτικός χρόνος ωστόσο υπερπύκνωσε ώστε λίγο μετά την αναδιανομή μιζέριας του κοινωνικού μερίσματος-προϊόντος υπερπλεονάσματος από υπερφορολόγηση κατά την εορταστική περίοδο, η αυγή του 2019 να βρει τον Α. Τσίπρα και τον Π. Καμμένο αλληλοσπαραζόμενους προ της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών. Αρχικά, όλες οι κινήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε αμφότεροι οι πρώην συγκυβερνώντες να βγουν κερδισμένοι στα πλαίσια ενός win-win σχήματος: ο μεν Α. Τσίπρας να ελαφρυνθεί από το ακροδεξιό βαρίδιο του Π. Καμμένου, ο δε Π. Καμμένος να επιδείξει δήθεν πατριωτική ανυποχωρητικότητα αναφορικά με την παράδοση του όρου «Μακεδονία» στην γείτονα χώρα ώστε προ των εκλογών να μην χάσει τους υποστηρικτές του, αφού πρώτα συνυπέγραψε ουσιαστικά με τον Ν. Κοτζιά τη συμφωνία για το ονοματολογικό στηρίζοντας την κυβέρνηση το Καλοκαίρι. Στο «ραντεβού με την ιστορία» που έδωσε στους Ψαράδες ο Πρωθυπουργός, την παρανοημένη και ιδεολογικοποιημένη ιστορία με την δική του ανάγνωση, πήγε και ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση. Όλα αυτά χωρίς όμως ο μεν Α. Τσίπρας να απωλέσει την δεδηλωμένη, ο δε Π. Καμμένος προσπαθώντας να διατηρήσει τα προνόμια που απορρέουν από την αρχηγία του επί μίας κοινοβουλευτικής ομάδας. Το πρώτο επιτεύχθηκε με μία πρωτοφανή για τα κοινοβουλευτικά δεδομένα κανιβαλιστική υφαρπαγή του ανθρώπινου δυναμικού των ΑΝΕΛ από την μεριά του Πρωθυπουργού, το δεύτερο με την απόπειρα τροποποίησης του κανονισμού της Βουλής.
Η συγκρότηση μιας ρεταλιασμένης οριακής πλειοψηφίας με τον Σπ. Δανέλλη να αποτελεί το «μοιραίο πρόσωπο» και στυλοβάτη της δεδηλωμένης, δεν άργησε ούτε μέρα να επιφέρει ένα ντόμινο θεσμικής διολίσθησης: πληγωμένος από την υφαρπαγή των βουλευτών του ο Π. Καμμένος βρέθηκε να καθοδηγεί κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο να απουσιάσει κατά την διάρκεια ψήφισης του νομοσχεδίου ώστε να υπογραμμίσει την εξάρτηση της εύθραυστης κυβέρνησης από ένα έστω νεύμα του, με τον απουσιάζοντα να προβάλλει μία ευτελή δικαιολογία. Με εμφανή τη νομοθετική δυσλειτουργία του κυβερνητικού σχήματος και την επίδειξη της παρεμπόδισής του ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Βούτσης έλαβε την πρωτοβουλία για τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής. Το βάρος της εύλογης κατακραυγής οδήγησε τον Πρωθυπουργό ως θρασύς επιστολογράφος να ανάγει τον εαυτό του σε ροοστάτη των τροποποιητικών διεργασιών του Κανονισμού της Βουλής παραγγέλλοντας την παύση τους στον Πρόεδρο της Βουλής τη στιγμή που ο τελευταίος ήταν ο μόνος θεσμικά αρμόδιος να κινήσει την διαδικασία χωρίς καμία ανάμειξη της κυβέρνησης. Ο Πρωθυπουργός με την άνεση που θα απευθυνόταν σε έναν υπάλληλό του ορμήνεψε τον ΠτΒ Ν. Βούτση να μην αναλάβει πρωτοβουλία αλλαγής του Κανονισμού της Βουλής «ούτε κατά ένα σημείο στίξης».
Σε ρόλο ευτελιστή του ΠτΒ ο Πρωθυπουργός σε σημείο μάλιστα σημειακού καθορισμού. Ένας Πρωθυπουργός φανερά εκβιαζόμενος από τον τέως συγκυβερνήτη του που ωστόσο περιορίστηκε στην επίδειξη της δυσαρέσκειας του χωρίς να προχωρεί στην ουσιαστική ρήξη μαζί του. Τρανή απόδειξη για αυτό είναι πως όταν η κρίσιμη περίοδος του Ιουλίου του 2015 επικαιροποιήθηκε για άλλη μία φορά ο Π. Καμμένος κατονόμασε τον Γ. Βαρουφάκη ως εντολοδόχο του Σόιμπλε για την υλοποίηση ενός σχεδίου GREXIT και όχι τον ίδιο τον πολιτικό καθοδηγητή του ΥΠΟΙΚ, τον Α. Τσίπρα. Παρουσίασε έτσι ο Π. Καμμένος τον τέως κυβερνητικό του εταίρο τον Α. Τσίπρα και συνεπώς και τον εαυτό του ως διασώστη από τα φιλογερμανικά σχέδια του Γ. Βαρουφάκη. Άρα και μετά το κυβερνητικό σχίσμα επικρατεί μία συναντίληψη του Α. Τσίπρα και του Π. Καμμένου ως προς το ποια είναι η βλαπτική ήρα και ποιο το ωφέλιμο σιτάρι. Εξακολουθούν να είναι και μαζί και χώρια προωθώντας με την στάση τους τη δημιουργία ενός καινοφανούς είδους fusion βουλευτών που ταυτόχρονα μπορούν να κινούνται σε δύο κοινοβουλευτικές ομάδες, σε πλήρη καταστρατήγηση του Κανονισμού της Βουλής. Το δυστύχημα είναι πως η φάση αυτή της θεσμικής κατάπτωσης συνέπεσε με την πρώτη φάση της Αναθεώρησης του Συντάγματος με εμφανή τον κίνδυνο του συνταγματικού λαϊκισμού και χωρίς να υπάρχει ούτε ψήγμα συναίνεσης. Με την αναμάσηση ενός εκ των μεγαλύτερων fake news σχετικά με τον νόμο «περί ευθύνης υπουργών» ο οποίος ισχύει από την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη και αυστηροποιήθηκε από πολλές απόψεις το 2001 (διπλασιασμός του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου επιλαμβάνεται η Βουλή από την τέλεση της πράξης) και με την απόπειρά του να δεσμεύσει ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης την επόμενη Βουλή ενάντια στο δόγμα του Συνταγματικού Δικαίου που έχει επικρατήσει από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Α. Τσίπρας δεν έχασε ευκαιρία στο να υπενθυμίσει πόσο ανιστόρητος είναι. Αυτό καταδεικνύει στο μέγιστο βαθμό και την υποτίμηση της λαϊκής ετυμηγορίας από την οποία προκύπτει και η Αναθεωρητική Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ στα πρότυπα που και η λαϊκή ετυμηγορία του δημοψηφίσματος του 2015 δεν λήφθηκε υπ’ όψιν. Σε τόση υπόληψη έχει το λαό το είδος της ριζοσπαστικής αριστεράς που ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει. Τον παραβλέπει. Το ονοματολογικό «επιλύθηκε» στα χέρια ενός ανιστόρητου με τις έγκαιρες τοποθετήσεις του Βαγγέλη Βενιζέλου να είναι εκείνες που απομάκρυναν από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης την ονομασία «Μακεδονία του Ίλιντεν» τον αλυτρωτικό χαρακτήρα της οποίας προφανώς αγνοούσε ο κ. Τσίπρας. Η δε διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς τα κεντροαριστερά πραγματοποιείται με ένα ιδιόρρυθμο κράμα υβριδικών βουλευτών ακροδεξιών καταβολών και δύο τέως στελεχών του ΚΙΝΑΛ που ο Α. Τσίπρας συμπεριέλαβε στο κυβερνητικό του σχήμα στον τελευταίο του ανασχηματισμό.
Η βαθιά γνώση της ιστορίας είναι προϋπόθεση τόσο για την αναθεώρηση του Συντάγματος όσο και για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Η υπουργοποίηση από την άλλη ορισμένων τέως στελεχών του ΚΙΝΑΛ δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση ούτε καν σηματοδοτεί την συγκρότηση ενός προοδευτικού πόλου με πρωτοβουλία και κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που στο Ευρωκοινοβούλιο προασπίστηκε τον υποτιθέμενο προοδευτισμό του Ν. Μαδούρο αρνούμενος να αναγνωρίσει τον Χ. Γκουαϊδό ως μεταβατικό πρόεδρο της Βενεζουέλας σε αντίθεση με τους βουλευτές των υπόλοιπων χωρών. Η αμφιταλάντευση του ΣΥΡΙΖΑ και των συμπληρωμάτων του μεταξύ συστημισμού και αντισυστημισμού δεν σταμάτησε και δεν έχει σκοπό ποτέ να σταματήσει αφού τοποθετείται στον πυρήνα της εθνικολαϊκιστικής ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ που άφησε με την πολιτική της φορολογικής υπερεπιβάρυνσης την Ελληνική κοινωνία χωρίς ραχοκοκαλιά γιατί και ο ίδιος δεν διαθέτει ιδεολογική ραχοκοκαλιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον ίδιο τρόπο που προσροφά νέα πάσης φύσεως στελέχη, έφτασε μεγάλο μέρος των πολιτών σε τέτοια απελπισία ώστε να απεκδυθεί κάθε ιδεολογία και να τον επιλέξει ενδεχομένως πάλι στις εκλογές ως κάτι επιβλαβές που όμως δεν μπορεί να προξενήσει περαιτέρω κακό γιατί σαν κυβέρνηση τερμάτισε την καταστροφική πορεία της δευτερογενούς κρίσης που ο ίδιος προκάλεσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα πρόσωπα που ως τσόντα απαρτίζουν την πλειοψηφία πρωταγωνιστεί αντιλαμβανόμενος την εξουσία ως φορβή σε μία πολιτική κτηνωδία κατασπάραξης των μικρών κομμάτων, της κοινοβουλευτικής τάξης, της εθνικής οικονομίας, των θεσμών, των σωθικών της χώρας.
Έχοντας ενσωματώσει βουλευτές που εκπροσωπούν ταυτόχρονα και την συμπολίτευση και την αντιπολίτευση είναι πασιφανές ότι το μόνο χρήσιμο στις επικείμενες εκλογές είναι όχι μόνο να χάσει την εξουσία αλλά να αφοπλιστεί πλήρως, να μην μπορεί ως πολιτική οντότητα να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο πουθενά μιας και θα ήταν εξίσου τοξικός ως ισχυρή αντιπολίτευση. Από κάθε θέση ισχύος –κυβερνητική ή αντιπολιτευτική – η επιλογή στήριξης στον ΣΥΡΙΖΑ είναι μία επιλογή «loose-loose», απώλειας εθνικού συμφέροντος. Όπως ακριβώς θα ήταν και η ενσωμάτωση στο Συνταγματικό κείμενο μίας λαϊκιστικής διάταξης που εάν εφαρμοστεί μπορεί π.χ. να προκαλέσει δημοσιονομική ζημία, η μη εφαρμογή της όμως θα υπονόμευε από την άλλη το κύρος του Συντάγματος.
Με τρόπο προκλητικό, ο ΣΥΡΙΖΑ που ευτέλισε την ίδια του την δημοψηφισματική πρωτοβουλία το Καλοκαίρι του 2015 πρότεινε στα πλαίσια της Συνταγματικής αναθεώρησης την ενσωμάτωση ουσιαστικά στο Σύνταγμα ενός επικίνδυνου είδους δημοψηφισματικού ακτιβισμού συλλογής υπογραφών για κρίσιμα ζητήματα. Προτάθηκε μάλιστα ανεπίγνωστα η διεξαγωγή δημοψηφίσματος κάθε φορά που πρόκειται να μεταφερθούν «κυριαρχικές» αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών. Στα πλαίσια της «δημιουργικής ασάφειας» του ΣΥΡΙΖΑ, μη όντας σαφές τί ακριβώς συνιστά «κυριαρχική αρμοδιότητα» που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και η κατίσχυση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έναντι του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, οι αρμοδιότητες της FRONTEX αναφορικά με τις μεταναστευτικές ροές και κάθε θεσμική αλλαγή για τα προγράμματα στήριξης της Ευρωζώνης, οι επιλογές στην περίπτωση που υιοθετούνταν αυτή η πρόταση θα ήταν δύο: είτε εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος και οικονομικός όλεθρος είτε υποβιβασμός του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος υπέρ της αποφυγής οικονομικής βλάβης και της διατήρησης του ευρωπαϊκού κεκτημένου της χώρας. Η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων ως μέσο αμεσοδημοκρατικής λαϊκής έκφρασης όταν γίνεται ευκαιριακά και χωρίς την αναγκαία θεσμική περίσκεψη μπορεί να λειτουργήσει αντιδημοκρατικά επιβάλλοντας τη σίγαση καλά τεκμηριωμένων και ώριμων απόψεων μιας πλουραλιστικής κοινωνίας στο βωμό της πλειοψηφίας και της συγκυρίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να εργαλειοποιήσει το Σύνταγμα που θα πρέπει να είναι ακομμάτιστο, δίχως ιδεολογικό πρόσημο, ώστε να μην φθείρει την φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι φύσει αντιπροσωπευτική. Ειδάλλως, διαρρηγνύεται η σχέση της με την δικαιοκρατία κι έτσι παύει να είναι δημοκρατία.
Στα πλαίσια του δημοκρατικού πλουραλισμού ο ΣΥΡΙΖΑ είναι χρήσιμος μόνο ξαμαρτωμένος, με τα βέλη του «ριζοσπαστικού» του εθνικολαϊκισμού να χρησιμεύουν πλέον ως υποπόδιο μιας κυβέρνησης όπου την χάραξη της εθνικής στρατηγικής και όχι μικρόφθαλμα την αριθμητική διεύθυνση δικαιωματικά διεκδικεί η Δημοκρατική Παράταξη, το ΚΙΝΑΛ ως ιστορικά η μόνη προοδευτική, μεταρρυθμιστική δύναμη. Μία δύναμη με νέα, δυναμικά πρόσωπα υποψήφιους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους όπως η αντιπρόεδρος των γυναικών του ΕΣΚ (Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος) Ζέφη Δημαδάμα αλλά και πρόσωπα με κυβερνητική εμπειρία και πλούσιο έργο κατά την κρίσιμη περίοδο 2012-2014 σαν τον τέως Υπουργό Περιβάλλοντος Γιάννη Μανιάτη ο οποίος ήταν κι εκείνος που συνέβαλε το 2013 στην ένταξη του αγωγού East Med στα PCIs (χρηματοδοτούμενα ενεργειακά έργα της ΕΕ) όταν ο Α. Τσίπρας που τώρα καρπώνεται το έργο αυτό το αντιμετώπιζε εχθρικά. Η Δημοκρατική Παράταξη στον αντίποδα του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει πως τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν τον τόπο, δεν επιλύονται με Συνταγματική αναθεώρηση αλλά με ένα σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης που θα προσφέρει προοπτική και διέξοδο από την καταστρεπτική ρητορεία και τακτική του ΣΥΡΙΖΑ και των εξουσιολάγνων πολυταυτοτικών συμπληρωμάτων του.
Στο ολέθριο για τους θεσμούς, ακόμα και για την ίδια την ιδιότητα του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου, και ίσως περισσότερο ζημιογόνο από το Α’ εξάμηνο διακυβέρνησης του ο ΣΥΡΙΖΑ και η τσόντα του κατά το τελευταίο εξάμηνο της εξουσίας του δεν ισοπέδωσε απλά τα πάντα αλλά προέταξε ως φλάμπουρο την ευτέλεια. Δεν είναι απλώς ότι το ευτελές πρόσχημα του Α. Φωκά αυτό της κατανάλωσης ενός μπουκαλιού αναψυκτικού μπορεί ανά πάσα στιγμή να απορρυθμίσει εσκεμμένα κι εκβιαστικά το νομοθετικό έργο. Πρόκειται για την λαβαροποίηση της φτήνιας από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους συν αυτώ που μοιραία εκ της κυβερνητικής τους θέσης αναγκάζουν τον Ελληνικό λαό να περάσει από στενωπό («bottleneck effect» στη γλώσσα της Γενετικής Πληθυσμών) που είναι συνώνυμο του αφανισμού της πολυφωνίας και της κοινωνικής κατάπτωσης. Η Προοδευτική αλλαγή χωρίς την παραμικρή δεύτερη σκέψη, για μία εθνικά επικερδή οικονομική και εξωτερική κυρίως πολιτική σε συνέχεια εκείνης του 2011-2014 είναι τώρα αναγκαία όσο ποτέ.
Ως μία αναβίωση των λεονταρισμών του Α’ εξαμήνου, η κυβέρνηση σήμερα φλερτάρει με την ιδέα μιας μονομερούς ενέργειας υποτιθέμενης προστασίας της πρώτης κατοικίας όταν σε αντιδιαστολή με την ταχύτητα που υπερψήφισε την τροπολογία για την άρση του ασυμβίβαστου της ιδιότητας του βουλευτή-υποψήφιου ευρωβουλευτή ώστε να μην διασαλευθεί η δεδηλωμένη ολιγωρεί αδικαιολόγητα στη θέσπιση της ρύθμισης των 120 δόσεων των οφειλών προς τα ταμεία. Στις 14 Μαρτίου ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης όχι σε κλίμα συναίνεσης και πολιτικού πολιτισμού αλλά με τόσο εύθραυστες ενδοκυβερνητικές ισορροπίες που όπως αποδείχθηκε μπορούν να διαταραχθούν και μόνο από τη φημολογία για την προτεινόμενη από το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού ανταλλαγή μνημείων ανάμεσα στην Αθήνα και τα Σκόπια η οποία στάθηκε ικανή ώστε ο τέως Υπουργός Δικαιοσύνης Στ. Κοντονής να αμφισβητήσει την Μ. Ζορμπά. Και μπορεί στα πλαίσια της προώθησης της μεταρρύθμισης του Ποινικού Κώδικα ο νυν Υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Καλογήρου να στηρίζει την πρόταση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για πλημμεληματοποίηση της κατοχής μολότοφ, όμως ο Ελληνικός λαός ενώπιον της κάλπης δεν πρόκειται να αθωώσει τον recordman του λαϊκισμού κατά τον Guardian Α. Τσίπρα από την σωρεία των πολιτικών κακουργημάτων που διέπραξε με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των πολιτών να καλύπτουν οριακά τις ανάγκες τους βάσει των στοιχείων του ΙΟΒΕ αλλά και την θεσμική διολίσθηση που προξένησε στα όρια της αντοχής του Δημοκρατικού πολιτεύματος.