Αθ. Γκανάς: Υπάρχει ρήγμα που μπορεί να δώσει μεγάλο σεισμό σε Αν. Μακεδονία και Θράκη αλλά κοιμάται…
Γ. Καφούτης: «Τα κτήρια που έγιναν μετά το 2000 είναι και τα πλέον ασφαλή»
Ανησυχία προκαλεί ειδικά στους κατοίκους της Κεντρικής Μακεδονίας ιδιαίτερα, η σεισμική ακολουθία που ακόμη καταγράφεται μετά τον σεισμό μεγέθους 4,7 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ που σημειώθηκε στην περιοχή του Κιλκίς.
Ένας σεισμός που επαναφέρει και πάλι στο προσκήνιο τις συζητήσεις για την σεισμικότητα της δικής μας περιοχής και για τις πιθανότητες διέγερσης των ρηγμάτων που υπάρχουν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη εξαιτίας του σεισμού αυτού και της μετασεισμικής ακολουθίας του που συνεχίζεται.
Από την πλευρά του πάντως ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου της Αθήνας, κ. Αθανάσιος Γκανάς, με δηλώσεις του στην «Θ» εμφανίζεται καθησυχαστικός για την περιοχή μας τονίζοντας ότι: «Παρόλο που καταγράφηκαν δονήσεις στην περιοχή του Νέστου, έντασης λίγο μεγαλύτερης από 1 ρίχτερ, δεν πιστεύουμε ότι ο σεισμός του Κιλκίς ήταν ικανός ώστε να διεγείρει τα ρήγματα που υπάρχουν στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Γιατί υπάρχουν εκεί σημαντικά ρήγματα είναι η αλήθεια που θα μπορούσαν να δώσουν στο μέλλον ισχυρούς σεισμούς».
Από την πλευρά του ο κ. Γιώργος Καφούτης, από το γραφείο της Πολιτικής Προστασίας στην Ξάνθη, εξήγησε πως: «Σε αυτή την φυσική καταστροφή δεν είναι ο ίδιος ο σεισμός που προκαλεί ανθρώπινες απώλειες αλλά οι καταστροφές σε κατασκευές. Αυτές προσπαθούν να προλάβουν οι αντισεισμικοί κανονισμοί που θεσπίζονται όπως ο πιο πρόσφατος του 2000. Μάλιστα στην περιοχή μας η μεγάλη ανοικοδόμηση στην ίδια δεκαετία συνέπεσε με την πλέον πρόσφατη αναθεώρηση του κανονισμού αυτού κι έτσι τα κτήρια με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα που κατασκευάστηκαν τότε είναι ίσως και τα πλέον ασφαλή, πολύ ασφαλέστερα από τα κτήρια με πέτρινη κατασκευή που κατά την γνώμη μου είναι και τα πλέον επικίνδυνα παρά την περί του αντιθέτου ευρέως διαδεδομένη αντίληψη».
Όσον αφορά τον σχεδιασμό της Πολιτικής Προστασίας σε περίπτωση σεισμού ο κ. Καφούτης τονίζει ότι: «Η Πολιτική Προστασία έρχεται συνήθως να βοηθήσει τους ανθρώπους μετά από ένα τέτοιο περιστατικό αφού προληπτικά είναι πολύ λίγα εκείνα που μπορεί να κάνει. Αντίθετα το βάρος της πρόληψης πέφτει στο Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ο οποίος ασχολείται αποκλειστικά με τα μέτρα πρόληψης που πρέπει να λαμβάνονται σε κάθε είδους κατασκευές προκειμένου αυτές να είναι όσο το δυνατό καλύτερα θωρακισμένες απέναντι σε ένα ενδεχόμενο σεισμικό χτύπημα»
ΑΘ. ΓΚΑΝΑΣ: «ΟΧΙ ΣΕΙΣΜΟΓΕΝΗΣ Η ΑΜΘ ΑΛΛΑ ΜΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΡΗΓΜΑΤΑ»
Αναλυτικότερα ο κ. Γκανάς τόνισε ότι: «Την τελευταία εβδομάδα, για να καταλάβετε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα διέγερσης ρηγμάτων στην περιοχή της ΑΜΘ, έχουμε έναν σεισμό στις 27/12 με μέγεθος 1,2 βαθμούς της κλίμακας ρίχτερ, ο οποίος σημειώθηκε στην περιοχή των στενών του Νέστου και βόρεια της Χρυσούπολης και ακόμη ένας που σημειώθηκε με το ίδιο πολύ μικρό μέγεθος στην περιοχή του οικισμού του Αγίου Αθανασίου Δράμας. Άρα λοιπόν κατά την τελευταία εβδομάδα δεν υπάρχει καμία σημαντική δραστηριότητα στην περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος ανησυχίας για τους κατοίκους αυτής της περιοχής από την σεισμική ακολουθία που καταγράφεται στην περιοχή του Κιλκίς αφού τα μεγέθη της είναι πολύ μικρά για να καταφέρουν να διεγείρουν ρήγματα στην περιοχή της ΑΜΘ. Βέβαια η δραστηριότητα στην περιοχή του Κιλκίς συνεχίζονται και περιμένουμε να συνεχιστεί ακόμη για περίπου μία εβδομάδα λόγω του μεγέθους του σεισμού. Όσο για το αν αυτός ήταν ο κύριος σεισμός για εκείνη την περιοχή πρέπει να πω ότι δεν υπάρχει εκεί δυναμικό για να δώσει έναν μεγάλο σεισμό ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι τελείωσαν όλα και δεν υπάρχει περίπτωση να σημειωθεί εκεί ένας ακόμη σεισμός με ένταση κοντά στα πέντε ρίχτερ. Είμαστε μόνο 3 μέρες μετά την πρώτη δόνηση και δεν έχουμε ακόμη αρκετά δεδομένα. Όσον αφορά την περιοχή της ΑΜΘ πρέπει να πω ότι είναι περιοχή χαμηλής σεισμικότητας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν εκεί μεγάλα ρήγματα που θα μπορούσαν να δώσουν μεγάλους σεισμούς, δηλαδή πάνω από 6 ρίχτερ. Το σημαντικότερο ρήγμα της περιοχής, που είναι και ένα από τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα, είναι αυτό που ξεκινάει από την Καβάλα, περνώντας από Ν. Καρβάλη, μέσα από την Ξάνθη και συνεχίζει προς Ίασμο, Κομοτηνή και εκτείνεται μέχρι τις Σάππες. Είναι ένα σύστημα ρηγμάτων ουσιαστικά τα οποία δεν γνωρίζουμε καν πότε έχουν ενεργοποιηθεί για τελευταία φορά. Απλά γνωρίζουμε ότι είναι εκεί, είναι γνωστά και χαρτογραφημένα όμως δεν γνωρίζουμε την ικανότητα διέγερσής τους ούτε την περιοδικότητα αυτής αφού δεν έχουμε αρκετά στοιχεία. Είναι γνωστά όμως στις αρχές, όπως π.χ. στην Πολιτική Προστασία, κι έτσι συμπεριλαμβάνονται στους σχετικούς σχεδιασμούς».
Γ. ΚΑΦΟΥΤΗΣ: «ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΜΕΤΑ ΤΟ 2000 ΕΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΑΣΦΑΛΗ»
Από την πλευρά του ο κ. Καφούτης εξήγησε πως: «Η πολιτεία μπορεί να πάρει δραστικά μέτρα για να περιορίσει τους κινδύνους από φυσικές καταστροφές, όπως είναι και ο σεισμός. Η ελληνική πολιτεία λοιπόν έχει πάρει μέτρα, με κανονισμούς σκυροδέματος, αντισεισμικούς κανονισμούς κλπ., οι οποίοι τακτικά επικαιροποιούνται. Ο σεισμός πάντως είναι ένα φαινόμενο που από μόνο του δεν μπορεί να σκοτώσει ανθρώπους. Αυτό που μας σκοτώνει είναι οι ζημιές στις κατασκευές στο περιβάλλον των ανθρώπων και κυρίως τα κτήρια. Εκεί είναι που επικεντρώνονται και τα μέτρα της πολιτείας. Γι’ αυτό και οι κατασκευές αυτές δεν γίνονται τυχαία αλλά με μελέτες που φροντίζουν να έχουν αντοχή σε δυναμική καταπόνηση ώστε να αντέχουν σε οριζόντιες δυνάμεις όπως αυτές του σεισμού. Οι μελέτες αυτές φροντίζουν να μειωθεί, αφού είναι αδύνατο να εξαλειφθεί, ο κίνδυνος κατάρρευσης ενός κτηρίου φροντίζοντας έτσι να μειώνεται όσο γίνεται ο κίνδυνος για τις ανθρώπινες ζωές, δίνοντας εκεί έμφαση. Σημασία έχει δηλαδή να μην καταρρέουν τα κτήρια ακόμη κι αν πάθουν πολύ σοβαρές ζημιές. Σε αυτή την προσπάθεια σημαντική συνεισφορά έχουν και οι τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η εισαγωγή του οπλισμένου σκυροδέματος στην κατασκευή του σκελετού των κτηρίων. Μία καινοτομία που ενισχύει την στατική αντοχή των κτηρίων σε καταπονήσεις. Βέβαια τα μέτρα που παίρνονται σε κάθε χώρα είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Θα μπορούσαμε ίσως να έχουμε ακόμη ψηλότερα επίπεδα ασφάλειας αν μπορούσαμε να τα υποστηρίξουμε και οικονομικά ώστε το κόστος κατασκευής των κτηρίων να μην γίνεται απρόσιτο και τελικά απαγορευτικό. Αυτές τις παραμέτρους λαμβάνουν υπόψη τους οι φορείς που σχεδιάζουν την αντισεισμική προστασία. Όσον αφορά την περιοχή μας πρέπει να πω ότι είχε την ευτυχή σύμπτωση να ζήσει την μεγάλη της ανοικοδόμηση κατά την δεκαετία του 2000 και μέχρι τον ερχομό της οικονομικής κρίσης, μία περίοδο κατά την οποία οι οικοδομές χτιζόταν με βάση τον πλέον νεότερο αντισεισμικό κανονισμό του 2000 που εκπονήθηκε μετά και τα συμπεράσματα που βγήκαν από τον μεγάλο σεισμό της Αθήνας το 1999. Σε αντίθεση μάλιστα με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη που κυριαρχεί αυτές οι οικοδομές είναι πολύ ασφαλέστερες από παλαιότερης κατασκευής κτήρια ακόμη και με οπλισμένο σκυρόδεμα και κυρίως από κατασκευές που είναι χτισμένες με πέτρα ή συνδυασμό πέτρας και ξύλου. Αυτές οι κατασκευές αντλούν την αντοχή τους από το μικρό τους ύψος (ισόγειες ή διώροφες το πολύ), όμως και πάλι σε έναν ισχυρό σεισμό είναι αυτές που κινδυνεύουν περισσότερο να καταρρεύσουν τελικά. Αναφορικά, τέλος, με τον ρόλο της Πολιτικής Προστασίας αυτός περιορίζεται στον έλεγχο της κατάστασης και την ανακούφιση των ανθρώπων μετά από έναν ενδεχόμενο σεισμό αφού την πρόληψη και τα θέματα που σχετίζονται με αυτήν τα αναλαμβάνει αποκλειστικά, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ακόμη, ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ)».